Για το θέμα: Η Καταιγίδα και η Επόμενη Μέρα.
Μέρος πέμπτο. Το άγνωστο.
στ) – Κάποτε κάνατε γλυπτική. Σε ξύλο, γύψο, πέτρα, σίδερο, μπρούντζο, δημιουργούσατε φιγούρες, εικόνες, μορφές. Δεν μετανιώνετε πολύ για ό,τι έγινε. Ήσασταν ήδη μες στην απελπισία που αναγκαζόσασταν να βγάζετε τα προς το ζην από προτομές και αγάλματα πολιτικών, και να καλοπιάνετε κυβερνήσεις για να χρηματοδοτήσουν τα έργα σας. Βρίσκεστε σε αυτή την κοινότητα εδώ και αρκετές μέρες και, όντας σχετικά ευφυής, έχετε καταλάβει περί τίνος πρόκειται: αυτοί οι άνθρωποι θέτουν την πρόκληση ενός νέου ξεκινήματος.
Περιπλανώμενος, φτάσατε σε ένα μέρος όπου ένας νέος άντρας σκάλιζε ένα ξύλο μπάλσα με μια ματσέτα. «Είναι φελλός, έτσι τον λέμε εδώ», σας εξήγησε. Το δούλευε με μαστοριά μέχρι που έγινε μια τάβλα τόσο λεία και αψεγάδιαστη που θα τη ζήλευε και η καλύτερη μηχανή πριονίσματος, πλανίσματος και στίλβωσης. Αλλά δεν υπάρχουν πια ηλεκτρικές μηχανές. Και αν υπάρχουν, δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα για να λειτουργήσουν. Παίρνετε ένα κομμάτι «φελλό» και κοιτάζετε τον νεαρό. Κάνει μια χειρονομία σαν να θέλει να πει «πάρτε το, μη ντρέπεστε». Ο νεαρός σάς δείχνει την τάβλα που έχει φτιάξει και λέει: «είναι για την τραπεζαρία». Πηγαίνετε από δω κι από κει και δεν ξέρετε τι να κάνετε με το κομμάτι του φελλού. Καταλαβαίνετε τι προτείνουν αυτοί οι άνθρωποι, αλλά, περισσότερο από βεβαιότητες και προτάσεις, έχετε μόνο αμφιβολίες.
Μια άλλη μέρα ανακαλύπτετε την τάβλα στην είσοδο της τραπεζαρίας με μια πινακίδα που προειδοποιεί: «Επιλέξτε: ή πλένετε τα χέρια σας ή πονάει η κοιλιά σας». Ένα παιδικό χέρι, όπως μπορείτε να μαντέψετε από τα γράμματα, είχε συμπληρώσει: «Κοιλόπονος = κλινική = ένεση = πονάει πολύ». Ένα άλλο παιδικό χέρι είχε προσθέσει «Φοβητσιάρης». Το αρχικό χέρι απάντησε «Δεν είμαι φοβητσιάρης». Ακολουθούσε μια μακριά σειρά από «Είσαι», «Όχι, δεν είμαι», που σχεδόν γέμιζε την τάβλα. Η συζήτηση τελείωνε με ένα «Αν δεν είσαι φοβητσιάρης, τότε γιατί δεν κάνεις ποδήλατο στα χαλίκια;» Δεν υπήρχε άλλη απάντηση.
Όταν ρίξατε μια ματιά στην τραπεζαρία την πρώτη μέρα, σκεφτήκατε «είναι σαν φυλακή». Πήρατε το πιάτο σας και βγήκατε έξω, περιμένοντας ότι κάποιος θα σας ανάγκαζε να ξαναμπείτε. Αλλά όχι, κανείς δεν σας σταμάτησε, και έξω, κάτω από τα δέντρα, καθισμένοι κατάχαμα ή σε χοντροκομμένους πάγκους, υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που έτρωγαν σε ζευγάρια, μικρές ομάδες ή μόνοι τους. Περιπλανηθήκατε στο χωριό χωρίς κανέναν περιορισμό. Δοκιμάσατε ακόμη και να βγείτε έξω από την κοινότητα και δεν σήμανε κανένας συναγερμός, ούτε κι εμφανίστηκε καμιά ομάδα ενόπλων μαζί με την αγέλη που θα σας καταδίωκε.
Αφού πλύνετε το πιάτο σας και, φυσικά, τα χέρια σας (γιατί δεν είστε δειλός, αλλά ούτε και φαν των ενέσεων), κάθεστε και, χωρίς να το καταλάβετε, αρχίζετε να σμιλεύετε το κομμάτι του φελλού με τον παλιό, στομωμένο σουγιά σας. Η φιγούρα αρχίζει να παίρνει μορφή.
Στη συνέλευση, όταν έρχεται η σειρά σας να παρουσιαστείτε, βγάζετε τη μικρή φιγούρα από τον κόρφο σας. Είναι κατά κάποιον τρόπο ένα ερωτηματικό, χωρίς χρώμα, αλλά πολύ καλοσχηματισμένο.
Σας ρωτούν «Τι είναι αυτό;» «Δεν ξέρω», απαντάτε. Και χωρίς δισταγμό προσθέτετε: «Δεν ξέρουμε». Όπως ήταν αναμενόμενο, σιωπή πέφτει στη συνέλευση. Οι συντονιστές κοιτάζονται μεταξύ τους και λένε: «Λοιπόν, θα το μάθουμε».
Την άλλη μέρα, χαμογελάτε όταν βλέπετε τη φιγούρα πάνω στο τραπέζι της συντονιστικής ομάδας της συνέλευσης. Δεν σταματάτε για πολύ, πρέπει να πάτε να σκουπίσετε στην τραπεζαρία «Las penas con pan son buenas. Y a falta de pan, tortillas» (Με το ψωμί μαλακώνει η λύπη. Κι αν δεν έχει ψωμί, τότε τορτίγιες).
-*-
ζ) – Ασχολείστε με την αρχιτεκτονική. Δεν ξέρετε πώς φτάσατε σ’ αυτό τον τόπο, αλλά, για κάποιον περίεργο λόγο, αισθάνεστε ότι είστε μεταξύ ίσων. Είστε σχετικά ευφυής, οπότε καταλαβαίνετε ότι, τελικά, ο σχεδιασμός ενός χώρου δεν απέχει πολύ από τον σχεδιασμό ενός κόσμου. Και αυτό φαίνεται να κάνουν αυτοί οι άνθρωποι, μαζεμένοι γύρω από ένα παλιό γήπεδο μπάσκετ. Συζητούν τον σχεδιασμό του κόσμου που πρέπει να ξαναφτιάξουν σε μια έρημη γη. Με άλλα λόγια, ξεκινούν από την αρχή.
Έχετε πλησιάσει ενστικτωδώς μια ομάδα ανδρών και γυναικών. Τους θυμάστε επειδή, την προηγούμενη μέρα, όταν φώναζαν τα ονόματα και είπαν «ξυλουργοί, χτίστες και μηχανικοί», δεν ανταποκρίθηκαν. Εκείνοι που συντόνιζαν τη συνέλευση επανέλαβαν: «ξυλουργοί, μηχανικοί και χτίστες». Τίποτα. Όλοι κοίταζαν προς την κατεύθυνση αυτής της ομάδας. Τελικά, ενοχλημένοι, οι συντονιστές είπαν: «Καλά, λοιπόν, άντρες και γυναίκες μηχανικοί». Και τότε απάντησαν «παρόντες». Έτσι, σήμερα, όταν φωνάζουν «άντρες και γυναίκες μηχανικοί», διακόπτετε και προσθέτετε «και αρχιτεκτόνισσες και αρχιτέκτονες». Η συνέλευση σας κοιτάζει με περιέργεια, αλλά το «σώμα των μηχανικών» σας χαμογελάει κι αρκετοί σας χτυπάνε στην πλάτη. Ο συντονιστής λέει παραιτημένος: «κι αυτό». Ανασαίνετε με ανακούφιση. Αλλά, με μια φωνή, αρχιτεκτόνισσες και μηχανικοί βρίζουν όταν ακούνε: «είναι η σειρά σας να ελέγξετε τη σωλήνα που έρχεται από την πηγή».
Το απόγευμα, όταν ο ήλιος αρχίζει να κρύβεται στον ορίζοντα, στην τραπεζαρία που ονομάζεται «Comida vemos, digestión no sabemos» (Φαγητό βλέπουμε, πώς θα το χωνέψουμε δεν ξέρουμε), περιεργάζεστε τον άδειο χώρο, με μερικούς μόνο σκελετούς από τις μελλοντικές, υποθέτετε, καλύβες. Και, χωρίς να το θέλετε, φαντάζεστε ήδη τον σχεδιασμό του αμφιθέατρου. Αν λυθεί το ζήτημα της οροφής έτσι ώστε να μην χρειάζονται πολλές ενδιάμεσες κολόνες, θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμεύσει για συναντήσεις, συναυλίες, χορούς, εκθέσεις, θέατρο και σινεμά.
Δεν υπάρχει σκυρόδεμα, δεν υπάρχουν ράβδοι σιδήρου, δεν υπάρχει τσιμέντο, τίποτα τέτοιο. Οι λιγοστές λαμαρίνες που ακόμα χρησιμεύουν βρίσκονται εκεί όπου είναι τα εργαλεία. Βλέπετε τις καλύβες με στέγες από χόρτα, φύλλα γουαταπίλ[1] και αλοκάσιας.[2]
Σκέφτεστε: «Ναι, θα μπορούσε να γίνει, λιγότερο βάρος αλλά και λιγότερη διάρκεια. Κάθε τόσο θα πρέπει να… ξεκινάμε από την αρχή».
-*-
η) – Κάνετε σινεμά. Εργάζεστε σε μία από τις πολλές θέσεις που απαιτούνται για να φτάσετε στην ιερή και ύψιστη στιγμή όταν, σε ένα πρόσωπο αντανακλάται το φως της οθόνης και μια χούφτα ποπκόρν γεμίζει το στόμα του. Έχετε ψάξει σε αυτό το κείμενο και δεν έχετε βρει καμία άμεση αναφορά. Ίσως, σε κάποια μέρη του κειμένου, κάποιες πολύ έμμεσες και μεταξύ άλλων. Νιώθετε την επιθυμία να διαμαρτυρηθείτε, να απαιτήσετε.
«Αυτός ο καταραμένος ο καπετάνιος! Ποιος νομίζει ότι είναι και αφήνει απ’ έξω την έβδομη τέχνη, τον πατέρα της τηλεόρασης, τον φυλακισμένο του streaming, τον ανέφικτο τόπο όπου μπορούν να συγκλίνουν και να συνυπάρχουν οι άλλες τέχνες; Ο αδαής! Ο τυφλός!…». Και άλλες βρισιές που η σεμνότητα δεν μου επιτρέπει να αναπαράγω.
Κάποιος έρχεται κοντά σας και ξεφυλλίζει το κείμενο ενώ εσείς συνεχίζετε να βρίζετε. Διαβάζει από μέσα του και σας ρωτάει: «Ποιανού είναι αυτό το σενάριο;» «Ποιο σενάριο;» απαντάτε ενοχλημένος. «Αυτό», λέει και σας δείχνει το πάκο με τις τυπωμένες σελίδες. Το άτομο δίπλα σας συνεχίζει: «Βέβαια, θα κοστίσει μια περιουσία η παραγωγή του. Για να μην πούμε για τη διανομή. Στις μέρες μας αυτά που μετράνε είναι τα φινάλε με σκηνές Αποκάλυψης, όπου η καταστροφή βγάζει στην επιφάνεια τη χειρότερη πλευρά του κάθε ανθρώπου. Δεν νομίζω ότι ενδιαφέρει το κοινό ένα σενάριο όπου, εν μέσω της δυστυχίας, ανθίζει η καλύτερη πλευρά της ανθρωπότητας. Ο κόσμος, το κοινό, προτιμάει κάτι που δικαιολογεί την ευτέλεια και την κακία του. Δεν είναι καιροί για καλοσύνη και αδελφοσύνη. Και μετά, υπάρχει και το πρόβλημα του κάστινγκ: ποιος θα παίξει το ρόλο του κακού, αν ο κακός είναι ένα σύστημα;…»
Διακόπτετε με μια κίνηση, απαιτώντας σιωπή, πιάνετε το κινητό σας και καλείτε ένα νούμερο. «Ναι;» ακούγεται μια νυσταγμένη φωνή. Εσείς: «Χοακίν, χαίρομαι που σε βρίσκω. Υπάρχει ένας ρόλος κακού. Αλλά το κακό με τον κακό είναι ότι δεν είναι κάποιο πρόσωπο, ούτε καμιά συμμορία γκάνγκστερ (δηλαδή τραπεζιτών), ούτε κανένα άστρο του θανάτου[3] ή κυβερνητικό μέγαρο, ούτε κάνα πλάσμα πιο άσχημο κι από σένα. Ο κακός είναι το σύστημα». Από το ακουστικό ακούγεται «Ποιος στο διάολο είσαι εσύ και γιατί με παίρνεις στις τρεις το πρωί;». Κι ύστερα το μπιπ της διακοπής επικοινωνίας.
Συνεχίζουν να σχολιάζουν δίπλα σας: «Και μετά υπάρχει το πρόβλημα του σάουντρακ. Εκεί γίνεται χαμός, γιατί, γύρω από την cumbia, μπορεί κανείς να υποθέσει χιλιάδες μουσικά είδη. Η σκηνογραφία είναι ανέφικτη. Θα χρειάζονταν ένα σωρό κάμερες και ούτε καν με την Τεχνητή Νοημοσύνη δεν θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε κάτι παρόμοιο με αυτή την παραίσθηση. Κανείς δεν θα τολμούσε να χρηματοδοτήσει ένα τέτοιο πρότζεκτ. Και έπειτα υπάρχουν και οι τίτλοι τέλους: θα βάλουμε στ’ αλήθεια στο καστ ένα αυθάδες σκαθάρι που αυτοαποκαλείται «Δον Ντουρίτο δε λα Λακαντόνα»; Κι ας πούμε ότι πιάνει, μπορείς να φανταστείς ένα σκαθάρι με πανοπλία, καβάλα σε μια χελώνα, να παρελαύνει στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ της Βενετίας, ή στο Σαν Σεμπαστιάν, στις Κάννες, στο Χόλιγουντ; Ίσως μπορεί να γίνει το μέρος που ξαναρχίζουν από την αρχή και, πάνω στα ίδια θεμέλια, ξαναχτίζουν το ίδιο κτίριο. Το άλλο είναι αδύνατο να το φανταστεί κανείς. Τι είν’ τούτο;»
Εσείς παραμένετε σιωπηλός. Ξαφνικά ψιθυρίζετε: «Είναι μια πρόσκληση». «Για ποιο πράγμα; Για να γυριστεί μια ταινία;» επιμένει ο άλλος. Και τότε εσείς, που είστε σχετικά ευφυής, καταλαβαίνετε και απαντάτε διστακτικά: «Δεν ξέρω… Για να φανταστούμε την επόμενη μέρα;»
Συνεχίζεται…
Από την ουρά μπροστά στον πάγκο με τα ποπκόρν.
Ο Καπετάνιος.
Οκτώβριος 2024
[1] Watapil ονομαζόταν επίσης ένα μικρό αντάρτικο στρατόπεδο στη ζούγκλα, τα πρώτα χρόνια του EZLN (γύρω στο 1985), που «πήρε το όνομα ενός φυτού από τα φύλλα του οποίου φτιάξαμε ένα υπόστεγο για να φυλάμε τα τρόφιμα» (Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μάρκος, «Σύμφωνα με το ημερολόγιό μας, η ιστορία του EZLN, πριν από την έναρξη του πολέμου, είχε 7 στάδια», 10 Νοεμβρίου 2003).
[2] Ένα άλλο όνομα της αλοκάσιας είναι «αυτί του ελέφαντα» (όπως και στο πρωτότυπο: «oreja de elefante»).
[3] Το Άστρο του Θανάτου (Death Star) είναι ένας τεράστιος διαστημικός σταθμός και υπερόπλο ικανό να καταστρέψει ολόκληρους πλανήτες, που εμφανίζεται στη σειρά ταινιών Star Wars.
No hay comentarios todavía.
RSS para comentarios de este artículo.