Για το θέμα: Η Καταιγίδα και η Επόμενη Μέρα.
Επίλογος.
Μέρος Τέταρτο: Μεταξύ πληρωμής και φαντασίας.
δ) – Είστε μέλος μιας θεατρικής ομάδας. Εντάξει, ήσασταν. Δεν έχει απομείνει τίποτα πια από τους λαμπρούς αυτοσχεδιασμούς, τις ατελείωτες πρόβες, τις διορθώσεις στη στάση του σώματος, την άρθρωση και τον τονισμό, τους καβγάδες για τα κοστούμια, τις «συγκρούσεις ανάμεσα στους ηθοποιούς» («έι Λουίς, δεν μου αρέσει αυτός ο διάλογος, στον ρόλο μου ως άγαλμα θα έπρεπε να έχω περισσότερες ατάκες»), τις πλούσιες σκηνογραφίες, τους τσακωμούς για τον προϋπολογισμό, τους χώρους που πρέπει να διαμορφωθούν, τις διαφημίσεις, τα εισιτήρια. Κι ούτε υπάρχουν πια προσδοκίες για κάποιο ρόλο σε μια ταινία, σαπουνόπερα, σειρά, σόου.
Από την άλλη, ο άλλος εαυτός σας έχει ήδη διαισθανθεί την κατάληξη της καταιγίδας. Όταν ήσασταν σε διάφορες γωνιές του κόσμου, και προσπαθούσατε να αποσπάσετε παιδικά χαμόγελα εκεί που υπήρχαν μόνο εκφράσεις πόνου και βλέμματα άδεια από την αγωνία. Το ακρωτηριασμένο δέντρο των παιδιών της Παλαιστίνης, η κυνική αδιαφορία ενός «πολιτισμού» χορτασμένου από τη λατρεία της κοινοτοπίας, οι ταπεινές καλύβες των ιθαγενών στην παρατεταμένη λήθη που ονομάζεται Λατινική Αμερική. Ήσασταν επίσης σοφέρ, μαζί με τη συνάδελφο σοφερίνα –«είναι το ίδιο», θα έλεγε η μικρή ζαπατίστα που δεν ασχολείται με τα βιολογικά φύλα αλλά με την ουσία κάθε ύπαρξης– εκείνη την εποχή που ένα μικρό βουνό έπλεε κόντρα στο ρεύμα της ιστορίας, λες κι αυτό ήταν το ζητούμενο, να πηγαίνεις κόντρα στο ρεύμα. Οι επιβάτες του, επαναλάμβαναν την προειδοποίηση, για την επικείμενη ημερομηνία λήξης ενός συστήματος που έχει αποτρελαθεί. Το αποκορύφωμα της τραγωδίας, ο κόσμος όπως τον ξέρατε, να καταρρέει με έναν υπόκωφο λυγμό, επειδή δεν υπήρχε κανένα κοινωνικό δίκτυο να τον προειδοποιήσει. Σχεδόν μπορεί να πει ότι το περίμενε.
Τώρα αυτό το έχουμε αφήσει πίσω μας. Βρίσκεστε σε αυτή την κοινότητα εδώ και αρκετές μέρες, και εσείς, που είστε σχετικά ευφυής, έχετε καταλάβει ότι αυτοί οι άνθρωποι που είναι συγκεντρωμένοι εδώ δεν θέλουν να επαναλάβουν την ιστορία του «Μικρού Μάλκολμ στον αγώνα του ενάντια στους Ευνούχους».[1]
Τώρα πλησιάζει η σειρά σας. Όσοι είναι μέλη της ομάδας κάθονται μαζί, με τον ίδιο τρόπο που κάθονται μαζί οι άνθρωποι σε μια συμφορά. Γιατί δεν μπορείτε να βγάλετε από το μυαλό σας τους διαλόγους από τον «Καλό άνθρωπο του Σετσουάν»; Ίσως επειδή όλα αυτά μοιάζουν να είναι ίδια: η πρόκληση να γίνετε καλύτερος άνθρωπος και να είστε καλός, να ζήσετε καλύτερα χωρίς να εγκαταλείψετε την τιμιότητα ως ανθρώπινη αξία. Τώρα, απομένουν μόνο δύο άτομα πριν έρθει η σειρά σας να παρουσιαστείτε. Κάνετε έναν γρήγορο υπολογισμό: υπάρχουν αυτοί που μπορούν να παίξουν τους χαρακτήρες: υπάρχει η Σεν Τε – ο Σούι Τα, και έχετε εμπιστοσύνη ότι θα θυμάται τους διαλόγους· υπάρχουν οι θεοί, υπάρχουν ο Βανγκ, ο Σουν και ο Σου Φου.[2] Αλλά τι γίνεται με τα σκηνικά; Πώς; Με τι; Πού; Ήρθε η ώρα για όλα αυτά. Τότε η ομάδα σας και εσείς συνειδητοποιείτε ότι αντιμετωπίζετε τη μεγαλύτερη πρόκληση στη δουλειά σας: πρέπει με τις ερμηνείες σας να κάνετε το κοινό να φανταστεί το σκηνικό. «Αυτή είναι η ιστορία μιας γυναίκας που ήταν επίσης άνδρας που ήταν και γυναίκα κ.ο.κ.», αρχίζετε καθώς στέκεστε στη μέση του γηπέδου μπάσκετ.
Στο τέλος κανείς δεν χειροκρότησε. Δεν υπήρξαν συνεντεύξεις, φλας, αιτήματα για αυτόγραφα, κριτικές στον εξειδικευμένο Τύπο. Ούτε χειροκροτήματα και γέλια ως αλληλεγγύη για την ιστορία που παρουσιάστηκε. Γιατί τώρα αισθάνεστε ότι αυτή η αλληλεγγύη σάς δίνεται, σαν ένας ψίθυρος σε μια ακατανόητη γλώσσα που διαπερνά το κοινό. Και τώρα καταλαβαίνετε: τα θύματα παύουν να είναι θύματα μόνο όταν επιβιώνουν χάρη στην αντίσταση και την εξέγερση. Μόνο τότε μπορούν να ξαναρχίσουν.
Το κάνατε σωστά ή λάθος; Δεν ξέρετε, όμως οι παραστάσεις συνεχίστηκαν. Την άλλη μέρα, στην κοινοτική τραπεζαρία που ονομάζεται «En Común Come Comida Común» (Από Κοινού Τρώμε Συν-τροφικά), ακούτε μια γυναίκα να λέει σε μια άλλη: «Το πρόβλημα είναι ότι οι θεατρίνοι πλήρωσαν το κορίτσι. Αν δεν το έκαναν, θα ήταν άλλο πράγμα». «Ή άλλη περίπτωση, εξαρτάται», απαντά η συντρόφισσά της. «Η Πληρωμή» σκέφτεστε τώρα… «Α, ναι», λέτε στον εαυτό σας, «ο Μπερτόλδο έβλεπε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη φρίκη του να έρχονται, και ανέδειξε έτσι το δίλημμα που προκαλεί το χρήμα, η πληρωμή δηλαδή, όπως λένε σ’ αυτόν τον τόπο». Πηγαίνετε να καθίσετε με την ομάδα σας, που τρώνε σιωπηλά γιατί δεν ξέρουν ούτε αυτοί αν τα πήγαν καλά ή άσχημα, και κάθεστε. Αφήνετε το πιάτο σας κάτω, κοιτάζετε τους άλλους και λέτε: «το πρόβλημα είναι η πληρωμή». Όλα τα βλέμματα είναι καρφωμένα πάνω σας. «Πρέπει να φανταστούμε έναν άλλο κόσμο», συνεχίζετε. Τελειώνοντας το φαγητό, καθώς περιμένετε στην ουρά για να πλύνετε το πιάτο σας, ψιθυρίζετε: «Πρέπει να φανταστούμε την επόμενη μέρα».
Την άλλη μέρα, όταν καλούν τα ονόματα στη συνέλευση, ακούνε «θεατρίνοι» και ταυτόχρονα, όπως μετά από εκατοντάδες πρόβες, απαντούν «παρόντες». Κάθονται κοιτώντας ο ένας τον άλλο ικανοποιημένοι. Το βλέμμα τους αλλάζει όταν ακούνε: «είναι η σειρά σας να κουβαλήσετε το ταμπλό στο αμφιθέατρο».
Καθώς μεταφέρουν τα ταμπλό, όλοι σκέφτονται: «αμφιθέατρο… σκηνή… σκηνικά… θέατρο!» Αλλά τώρα καταλαβαίνουν ότι δεν χρειάζονται έναν χώρο. Για την τέχνη, μια συλλογική καρδιά πάντοτε αρκεί και περισσεύει. Δεν το λένε φωναχτά, αλλά λένε στον εαυτό τους «το πρόβλημα δεν είναι πια η πληρωμή, δεν χρειάζεται πια να περιμένουμε τον Γκοντό».
-*-
ε)– Ήσασταν κάποτε συγγραφέας – άνδρας, γυναίκα, άλλο. Ξέρετε: ποίηση, διηγήματα, κάποια μυθιστορήματα. Δεν ήταν εύκολο. Υποτροφίες; Μπα, αυτές ήταν πάντα για εκείνους που ήξεραν να συναναστρέφονται… και να κολακεύουν με συνέπεια και σταθερότητα. «Το πρόβλημα είναι η πληρωμή», ακούσατε αυτούς του θεάτρου να λένε στην τραπεζαρία που ονομαζόταν «Atásquense que hay lodo»[3] (Φάτε τώρα που μπορείτε). Ή μήπως να την πούμε «Ahora o Nunca» (Ή τώρα ή ποτέ); Θυμάστε εκείνη τη διάλεξη που δώσατε σε ένα πανεπιστήμιο. «Αυτός που γράφει λέει ιστορίες. Τίποτα περισσότερο, αλλά και τίποτα λιγότερο», έτσι ξεκινούσε. Όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Παραδόξως, την προηγούμενη μέρα ακούγατε τον Μπομπ Ντίλαν να προφητεύει: “How does it feel / how does it feel? / To be on your own, / with no direction home / A complete unknown, / like a rolling stone” (Πώς είναι / πώς είναι; / Να είσαι μόνος σου, / δίχως σπίτι να γυρίσεις / Ξένος εντελώς, / σαν πέτρα που κυλάει).
Τώρα, με τη μύτη του ποδιού σας, κυλάτε μια πετρούλα. Πάνε οι στιγμές που ήσασταν μόνος, το μισοσκόταδο, η βιβλιοθήκη σας, το τραπέζι ή το γραφείο που δουλεύατε, ο υπολογιστής, τα φαντάσματα, τα δεκάδες προσχέδια, ο σκληρός δίσκος γεμάτος κουτσουρεμένες λέξεις, η αναζήτηση κάποιου εκδότη: «Αχ, όχι νεαρέ. Η λογοτεχνία δεν είναι πια στη μόδα. Σήμερα θέλει διαδραστικές ιστορίες, αφηγήματα με ελάχιστους χαρακτήρες. Κάτι ελαφρύ, που δεν απαιτεί πολλή σκέψη. Αλλά θα έρθει μια άλλη μέρα. Ξέρετε, ο κόσμος είναι στρογγυλός και γυρίζει».
Αλλά ο κόσμος δεν υπάρχει πια, τουλάχιστον όχι ο ΔΙΚΟΣ ΣΑΣ κόσμος. Έρχεται η σειρά σας. Παίρνετε ανάσα και σηκώνεστε. Ξεκινάτε: «Θα σας πω μια ιστορία». Και χωρίς καν να το συνειδητοποιήσετε, πλέκετε μια ιστορία από άλλες ιστορίες που, καθώς κοιτάτε τα πρόσωπα των παρόντων, ξεπηδούν από τη φαντασία σας. Δεκάδες ιστορίες που υφαίνονται σε μία. Όπως ακριβώς σ’ εκείνο το κέντημα της «Λερναίας Ύδρας», που είδατε σ’ ένα μουσείο της Μαδρίτης, στην Ισπανία «de espíritu burlón y alma quieta» (με το σαρκαστικό πνεύμα και την ήσυχη ψυχή), στην «España de la rabia y de la idea» (Ισπανία της οργής και της ιδέας),[4] όταν, αργότερα, συνοδέψατε την ομάδα της Open Arms που, σε μια ταβέρνα της Ανδαλουσίας (ανάμεσα σε τάπας, χειροκροτήματα και ρυθμούς φλαμένκο, με cante jondo[5] και τον Φεντερίκο να φωνάζουν «Ξυπνήστε!» σ’ ολόκληρη τη γη), αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την πληρωμή για ένα σκάφος που θα βοηθούσε στη διάσωση ναυαγών μεταναστών.[6]
Ίσως φαντάζονταν τότε ότι θα ερχόταν μια μέρα που όλοι θα ήταν ναυαγοί, προσπαθώντας να μεταναστεύσουν από έναν κατεστραμμένο κόσμο, γεμάτο ερείπια και εφιάλτες, αναζητώντας κάποιον που θα άνοιγε την αγκαλιά του για να τους υποδεχτεί κι έτσι να προσπαθήσουν να ξαναρχίσουν…
Η σιωπή κυβερνά και επιβάλλεται, και μόνο η φωνή της ακούγεται. Ακόμα και οι πάντοτε ενοχλητικοί γρύλοι μένουν σιωπηλοί.
Την άλλη μέρα, στην τραπεζαρία «Corre porque te Alcanzo» (Τρέχα και σ’ έπιασε),[7] ακούτε έναν ηλικιωμένο να λέει: «Εμένα μ’ άρεσε εκείνη η ιστορία γιατί εκεί είμαι πιο νέος». Μια γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας: «Κι εμένα, γιατί εκεί είμαι όμορφη», και προσθέτει με νάζι, «Εννοώ πιο όμορφη». Σε ένα άλλο τραπέζι, δύο νεαροί: «Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι τι σχέση είχε εκείνος ο κοπρίτης με την ιστορία»· ο άλλος λέει «Κοπρίτης ήταν; Μου φάνηκε καθαρά ότι ήταν γάτα»· «Μα τι λες, αφού γάβγισε»· «Δεν γάβγισε, εγώ άκουσα καθαρά ότι έκανε σαν γάτα». Αργότερα, στη συνέλευση λένε «Αφηγητή;», όλοι γυρίζουν και σας κοιτάζουν κι εσείς καταλαβαίνετε, σηκώνεστε και δηλώνετε «Παρών».
Μέσα σας, σκέφτεστε: «Καλά τα έλεγε η γιαγιά μου: κορίτσι μου, είσαι καλή στην αριθμητική, όταν μεγαλώσεις θα γίνεις λογίστρια».[8] Το χαμόγελό σας σβήνει όταν ακούτε «είναι η σειρά σου να βοηθήσεις τη Δόνα Χουανίτα στην κουζίνα».
Κατευθύνεστε προς την κουζίνα, όταν ένα κοριτσάκι (περίπου 5-6 ετών) πέφτει πάνω σας και χωρίς πολλά πολλά το ξεφουρνίζει: «Έι, Αφηγητή, πες μου μια ιστορία όπου να ξέρω ήδη να κάνω ποδήλατο. Γιατί δεν μ’ αρέσει που πάντα πέφτω». Το κορίτσι σάς δείχνει το γόνατό της, για να δείτε ένα γδάρσιμο που έχει ακόμα αίμα και σκόνη. Ρωτάτε ευγενικά: «Πονάει πολύ;» Βάζει τα χέρια της στη μέση και λέει: «Όχι πολύ, δεν νομίζω, πονάνε πιο πολύ οι κοροϊδίες των μαλακισμένων των αντρών που κάνουν μόνο φιγούρα αλλά μια χαρά πέφτουν κι αυτοί, τους είδα τις προάλλες. Κι ο Πεδρίτο μια χαρά έπεσε, αλλά το κεφάλι του προσγειώθηκε στη λάσπη, οπότε μόνο πλύθηκε το κάθαρμα, και με κοροϊδεύει. Όμως εγώ έπεσα στα χαλίκια. Αλλά στα χαλίκια δεν κάνει ποδήλατο όποιος κι όποιος».
Εκείνη τη στιγμή περνάει ένας σύντροφος και της λέει: «Άκου, Αφηγήτρια, αν έρθει ο καπετάνιος και σου πει να ετοιμάσεις ένα φαγητό που λέγεται “Σπεσιαλιτέ του Μάρκος”, μην του δώσεις σημασία. Όλος ο κόσμος θα σε ευγνωμονεί γι’ αυτό».
Είστε σχετικά ευφυής, οπότε καταλαβαίνετε δύο πράγματα: ότι το πιάτο του καπετάνιου δεν είναι ευπρόσδεκτο σε κανένα τραπέζι, και ότι ο κόσμος είναι τώρα αυτή η μικρή κοινότητα που αναζητάει τον δικό της προορισμό. Μια ομάδα ανθρώπων που έχουν επιζήσει από την καταιγίδα και ψάχνουν, ως άτομα και ως συλλογικότητα, πώς θα προχωρήσουν μπροστά, πώς θα ξαναρχίσουν δηλαδή, χωρίς να επαναλάβουν τα ίδια λάθη… την επόμενη μέρα.
Συνεχίζεται…
Γραμμένο την παραμονή.
Ο Καπετάνιος.
Οκτώβριος 2024.
[1] Στο θεατρικό έργο του David Hallywell «Ο μικρός Μάλκολμ στον αγώνα του ενάντια στους ευνούχους» τρεις νεαροί, χειραγωγούμενοι από έναν ηγέτη χωρίς ικανότητα δράσης, σχεδιάζουν τη δημιουργία ενός πολιτικού κόμματος που θα εκπροσωπεί τον κόσμο των παρεξηγημένων και των αποτυχημένων.
[2] Πρόσωπα στο θεατρικό έργο του Μπέρτολντ Μπρεχτ «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν».
[3] «Atásquense que hay lodo» σημαίνει κυριολεκτικά: «Κολλήστε (λερωθείτε) τώρα που υπάρχει λάσπη». Λαϊκή έκφραση στο Μεξικό που χρησιμοποιείται συχνά σαρκαστικά για να ενθαρρύνει κάποιον να κάνει κάτι όταν έχει την ευκαιρία.
[4] Οι στίχοι είναι από το ποίημα El mañana efímero του ισπανού ποιητή Αντόνιο Ματσάδο (1875-1939).
[5] Το cante jondo («βαθύ τραγούδι») είναι ένα στυλ που τραγουδιούνται τα φλαμένκο. Ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα έχει γράψει τη συλλογή ποιημάτων «Poema del cante jondo».
[6] Στο Ταξίδι για τη Ζωή – Κεφάλαιο Ευρώπη η ζαπατιστική αντιπροσωπεία μετέφερε με το πλοίο «La Montaña» (Το Βουνό) έξι τεχνουργήματα φτιαγμένα από αυτόχθονες ζαπατίστας, τα οποία στη συνέχεια εκτέθηκαν στο μουσείο Reina Sofía της Μαδρίτης. Το μουσείο αποφάσισε να αγοράσει τα έργα και οι ζαπατίστας δώρισαν τα χρήματα (την «πληρωμή») στην οργάνωση διάσωσης μεταναστ(ρι)ών Open Arms.
[7] «Corre porque te Alcanzo» σημαίνει κυριολεκτικά «τρέχα και σ’ έπιασα». Είναι όμως και μια ιδιωματική έκφραση για τη διάρροια.
[8] Εδώ, «contadora» στο πρωτότυπο. Όπως και παραπάνω, «contador / contadora» είναι τόσο «ο λογιστής / η λογίστρια» όσο και «ο αφηγητής / η αφηγήτρια ιστοριών».
No hay comentarios todavía.
RSS para comentarios de este artículo.