Μια πρόσκληση για: “Ακατόρθωτο φεστιβάλ κινηματογράφου”. Επιτροπή της Έκτης του EZLN, Οκτώβρης 2018
ΕΘΝΙΚΟΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΣ ΖΑΠΑΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ
Επιτροπή της Έκτης του EZLN
Μεξικό
Οκτώβρης 2018
Προς τα άτομα, τις ομάδες, τις συλλογικότητες και τις οργανώσεις της Εθνικής και Διεθνούς Έκτης,
Προς τα δίκτυα υποστήριξης του Ιθαγενικού Συμβουλίου Διακυβέρνησης,
Προς όσους και όσες έχουν χόμπι, βίτσιο και εμμονή για τον κινηματογράφο,
ΔΕΔΟΜΕΝΟΥ ΟΤΙ:
Πρώτον και τελευταίο:
ΤΟ ΑΚΑΤΟΡΘΩΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ
(Εναρκτήρια σκηνή: Ο όφις προσφέρει το μήλο)
Περπατάτε χωρίς προορισμό. Δεν ξέρετε καλά προς τα πού κατευθύνεστε, και, φυσικά, σε τι. Αφήσατε πίσω τον πολυσύχναστο δρόμο που περνάει κατά μήκος του τοίχου που διαλύεται, κοροϊδεύοντας, με τον τρόπο του, τη φθαρμένη αφίσα της χαρούμενης Ευτυχισμένης Οικογένειας. Το μνημειώδες στάδιο έμεινε πίσω, μαζί και το επίμονο ερώτημά του: “ποιος κυβερνάει;”. Αλλά, ωραία, αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζετε πού διάολο βρίσκεστε και σκέφτεστε μήπως είναι καλύτερα να επιστρέψετε… αλλά δεν ξέρετε πάλι προς τα πού, και, φυσικά, σε τι: Έτσι σταματάτε, αλλά μόνο για μια στιγμή, γιατί ένα κορίτσι σας παίρνει από το χέρι και σας αναγκάζει: “βιάσου γιατί αλλιώς θ’ αργήσουμε για το σινεμά”. Δεν σας δίνει περιθώριο να δεχτείτε ή όχι, γιατί ήδη βρίσκεστε μπροστά από μια αφίσα, η οποία, με πολλά χρώματα, ανακοινώνει: “Ενήλικες μόνο συνοδευόμενοι από παιδί [niño=αγόρι, παιδί]” . Και κάποιος έχει διαγράψει το “un niño” κι έβαλε “ένα κορίτσι” [una niña]”. Κι άλλο ανώνυμο χέρι έσβησε το “una niña” κι έγραψε “unoa niñoa”. Και κάποιος άλλος απάλειψε το “unoa niñoa” και πρόσθεσε “αυτό εδώ δεν έχει σημασία”.
Ένα ον με κουκούλα σας σταματάει, αλλά το κορίτσι διευκρινίζει στο καλυμμένο πρόσωπο: “είναι μαζί μου”. Ο κουκουλοφόρος σας επιτρέπει να περάσετε. Μια πλαγιά μερικώς καλυμμένη από τσιμέντο. Λακκούβες με νερά. Πέτρες. Λάσπη. Στα πλάγια διάφορα ξύλινα σπιτάκια με τσίγκινη στέγη. Η ομίχλη είναι πολύ πυκνή, κι οι ταπεινές κατασκευές είναι σα να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται σε κάθε βήμα, σ’ ένα πηγαιν’ έλα από “fade in“ και “fade out”. Αλλά εσείς συνεχίζετε χωρίς να ξέρετε προς τα πού. Το περιβάλλον μοιάζει με παλιά ταινία μυστηρίου… ή τρόμου.
Οι πινακίδες που σηματοδοτούν τις διάφορες καλύβες είναι… πώς μπορώ να το πω;… αποπροσανατολιστικές. Για παράδειγμα σε μία απ’ αυτές, μέσα σε μια ομίχλη που θα μπορούσε εύκολα να περάσει για λονδρέζικη, λέει “The Lodger” και πιο κάτω “room service παρέχεται από τον ίδιο τον Norman Bates” και η φωτογραφία ενός άχαρου νεαρού που θα μπορούσε να είναι ο Anthony Perkins, αν βέβαια κάτι τέτοιο δεν ήταν αδύνατο.
Σε αυτό το σημείο δεν ξέρετε πια αν βρίσκεστε στα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικού ή σε μια γειτονιά του Whitechapel και τότε αναρωτιέστε μήπως το κορίτσι αντί να σας οδηγεί στον κινηματογράφο δεν σας πηγαίνει στην κουζίνα του γαστρονόμου και γιατρού Hannibal Lecter.
Πρέπει να ηρεμήσετε, λέτε από μέσα σας.
Αλλά αυτό γίνεται το κάνει ακόμη δυσκολότερο η ανακοίνωση μια άλλης καλυβούλας που γράφει: Τακερία “Η Σιωπή των Αμνών. Tάκος από μήτρα, στομάχι γουρουνιού, γλώσσα, και ΜΥΑΛΑ”. Ακριβώς έτσι, με κεφαλαία το τελευταίο συστατικό. Νιώθετε φόβο, όχι μήπως σας ανοίξουν το κρανίο, αλλά μήπως ο Sir Anthony Hopkins, φορώντας ποδιά με μια λεζάντα που γράφει “Πάμε κομμάτι κομμάτι, feat Τζάκ ο Αντεροβγάλτης” απορρίψει τον εγκέφαλό σας λέγοντας ότι “Σας λείπει συνείδηση”. Θα σας λυπούσε επίσης η εικόνα των εντοσθίων σας μέσα σε σκουπιδοτενεκέ. Κι αν, μαζί με τον εγκέφαλό σας, σας αφαιρέσουν και τις ψευδαισθήσεις σας; Το θέμα των εντοσθίων δεν είναι και κάτι, κάθε ταινία τρόμου έχει περίσσευμα από εντόσθια (“σπλαντεριές” θαρρείτε πως λένε αυτό το είδος της μόδας), αλλά τι θα μπορούσε να σας αφαιρέσει τις ψευδαισθήσεις; “Η Πραγματικότητα”, διαβάζετε σε μια πινακίδα απροσδιόριστης ηλικίας σε ένα άλλο από τα σπιτάκια, που ακολουθούνταν από ένα “Ηλεκτροσόκ, μπουνίδια και χαστούδια δωρεάν. Κάνουμε τρύπες σε ψευδαισθήσεις, μπαλόνια, προεκλογικές υποσχέσεις και κυβερνητικά προγράμματα”.
Λίγα μέτρα παρακάτω σε μια γωνιά απέναντι από την πλαγιά άλλη πινακίδα: “Οι Tercios Compas. Δεν είμαστε μέσο, ούτε μέσοι, ούτε αυτόνομοι, ούτε ανεξάρτητοι, ούτε εναλλακτικοί, ούτε ελεύθεροι, ούτε και ‘όπως αλλιώς λέγονται’, αλλά είμαστε συντρόφισσες/οι” και πιο κάτω, με πένα, κάποιο άτομο έχει προσθέσει: “δεν έχουμε τελειώσει το ντοκιμαντέρ, επιστρέψτε για την επόμενη εξέγερση και θα σας πούμε πότε θα είναι έτοιμο”.
Σε μια άλλη: “Τζόκερ. Αισθητική στόματος. Γιατί είσαι τόσο σοβαρός; Βάλτε ένα χαμόγελο για όλη σας τη ζωή!” και μια φωτογραφία του Heath Ledger στο ρόλο του “Τζόκερ”. Παραπέρα, άλλη, με ζωγραφισμένο έναν σαμουράι με την κατάνα του και την επιγραφή “Heihachi – Minuro Chiaki. Μάθημα αστραπή. Προπαρασκευή, βασική εκπαίδευση, τελικές εξετάσεις και αποφοίτηση. Όλα σε λιγότερο από ένα λεπτό. 100% πρακτικό!”.
Ανατριχιάζετε. Το κορίτσι σταματάει, γυρίζει να σας κοιτάξει και, για να σας καθησυχάσει, σας εξηγεί:
“Μην δίνεις σημασία σε καμία από αυτές τις πινακίδες. Είναι που ο Σουπ Γκαλεάνο έχει τις μαύρες του και βάζει αυτά τα πράγματα στις ιστορίες του. Αλλά το κάνει μόνο και μόνο για να ενοχλήσει και γιατί έχει σπαστεί που κερδίσαμε το κέικ του και γιατί δεν περνάνε οι ταινίες που του αρέσουν. Γιατί θέλει μόνο να βλέπει ταινίες με γυμνές. Σιγά μην έδειχναν τέτοιες! Εσύ πιστεύεις πως μπορούν να περάσουν τέτοιες ταινίες; Ποτέ των ποτών. Μερικοί πάνε γυρεύοντας να φάνε τις φάπες τους και την πολιτική συζήτηση ως γυναίκες που είμαστε. Ήδη του έχουμε δώσει πολλές, αλλά εκείνος δεν καταλαβαίνει. Έτσι είναι αυτοί οι παλιοάντρες. Εκτός αυτού, εκείνα τα τάκος είναι από γαλοπούλα, όχι χοιρινό ούτε βοδινό, και δεν είναι τάκος, είναι ταμάλες”.
Συνεχίζετε να περπατάτε, κι εσείς ακόμη δεν ξέρετε πού βρίσκεστε, σε ποια χώρα ή σε ποιο κόσμο. Και η ημερομηνία; Δεν έχετε ιδέα. Είναι η βροχή ή είναι η ομίχλη που μουσκεύει το δέρμα σας;
“Φτάσαμε”, λέει το κορίτσι καθώς μπαίνετε σε μια μεγάλη στοά που, υποθέτετε, ότι πρέπει να είναι η κινηματογραφική αίθουσα. Σταματάτε στην παραστάδα της πόρτας και κοιτάτε γύρω.
Για σινεμά, είναι πολύ διαφορετικό. Η οθόνη, για παράδειγμα, δεν είναι στην άκρη, αλλά στη μέση. Και το κοινό που παρακολουθεί βρίσκεται εκατέρωθεν της προβολής… ή αυτού που υποτίθεται ότι είναι η προβολή.
Από τη μια πλευρά είναι οι άνθρωποι που δημιουργούν τις ταινίες, αυτοί που υποδύονται, σκηνοθετούν, παράγουν, επιμελούνται, κάνουν τον ήχο, δείχνουν, αναλύουν, κριτικάρουν, προβάλλουν, αναμεταδίδουν και κάνουν όλες τις άλλες εργασίες που υποτίθεται πως απαιτούνται για την παραγωγή μιας ταινίας.
Από την άλλη πλευρά είναι το κοινό, οι θεατές. Αυτοί έχουν τα πρόσωπά τους καλυμμένα και διακρίνεται μόνο το βλέμμα τους. Σε πολλές περιπτώσεις δεν μπορεί κανείς να προσδιορίσει την ηλικία ή το φύλο τους. Σαν η πρώτη και το δεύτερο να μην έχουν σημασία στη συγκεκριμένη πλευρά της οθόνης, και να είναι μόνο ένα βλέμμα που κοιτάζει και ακούει. Δεν είναι σαφές εάν χαμογελούν, λυπούνται, θυμώνουν ή χαίρονται. Κι επιπλέον ανταλλάζουν σχόλια σε ακατανόητες γλώσσες.
Εκτός από την παράλογη θέση της, φαίνεται πως η οθόνη είναι και διαφανής, καθώς εκείνοι που κάνουν τις ταινίες κοιτάζουν και ακούν προσεκτικά τις αντιδράσεις του ακροατηρίου, σαν να ήξεραν ότι αυτή η κινηματογραφική αίθουσα τους επιτρέπει να αποτιμήσουν αυτό που δεν γίνεται ποτέ: την επίδραση της ταινίας στο κοινό. Και μπορούν να το κάνουν ίσως από την καλύτερη γωνία για κάποιον που κάνει σινεμά, δηλαδή μέσα από την οθόνη. Από εκεί μπορούν να δουν τα βλέμματα και να ακούσουν τις αντιδράσεις τους, που συνήθως λένε περισσότερα από τα λόγια και, φυσικά, από τις πωλήσεις των εισιτηρίων, τα ratings των υπηρεσιών streaming, τα αγαλματίδια ή από τις κριτικές των εξειδικευμένων μέσων ενημέρωσης.
Από την πλευρά του το κοινό παρακολουθεί και σχολιάζει. Φαίνεται όμως ότι δεν δίνουν προσοχή στην οθόνη , αλλά σ’ εκείνους που τους παρακολουθούν. Με τρόπο που δεν μπορείτε να καταλάβετε, το κοινό δεν ενδιαφέρεται τόσο για την προβολή, όσο για τα βλέμματα εκείνων που δούλεψαν ώστε αυτές οι ιστορίες που ονομάζονται “κινηματογράφος” να προβάλλονται, δηλαδή να γίνονται αντικείμενα αφήγησης. Επιπλέον, υπάρχουν μερικά άτομα, επίσης με κουκούλες, που έχουν τις κάμερές τους στραμμένες σε αυτούς που αυτοπροσδιορίζονται ως “καλλιτεχνιστές των ταινιών”. Σαν η σκηνή στην κινηματογραφική αίθουσα, στην ταινία “Οι Καραμπινιέροι” (Jean Luc Godard, 1963), να αντιστρέφεται, και αντί να φαίνεται ο καραμπινιέρος τρομοκρατημένος από το τρένο που έρχεται, ή που πλησιάζει για να δει τη γυναίκα που γδύνεται και λούζεται στην μπανιέρα (όλα σε μια οθόνη που, σκισμένη, απογυμνώνει έναν τοίχο άσεμνο και υπερόπτη) θέλαμε να δούμε όχι το βλέμμα του μηχανοδηγού, ούτε της γυναίκας που τη βλέπουν, αλλά το βλέμμα των αδερφών Λουμιέρ.
“Φαίνεται πως εδώ οι πάπιες πυροβολούν τις καραμπίνες”, σκέφτεστε, ενώ το κορίτσι, που όπως σας διευκρινίζει, ονομάζεται “Ζαπατιστική Άμυνα”, σας λέει να καθίσετε καθώς η ταινία έχει ήδη αρχίσει.
Ένα αγόρι , που όπως σας διευκρινίζει, ονομάζεται “ο Πεδρίτο” -και που εμφανίστηκε πίσω απ’ την πλάτη σας-, σας λέει ψιθυριστά: “Είναι που η Άμυνα είναι αθεράπευτα ρομαντική. Πιστεύει ότι οι ταινίες, αν δεν έχουν κάποιο άτομο να τις παρακολουθήσει, να τις χειροκροτήσει, να γελάσει, να κλάψει, να τρομάξει, να γιουχάρει, να συγκινηθεί, να προβληματιστεί, να τις χαρεί ή να τις λυπηθεί, νιώθουν μόνες. Και τι κάνουν οι ταινίες όταν κανείς δεν τις βλέπει; Κλαίνε; Στεναχωριούνται; Λιποθυμούν; Δεν το ξέρουμε και η Άμυνα δεν θέλει να το μάθει. Γι’ αυτό πάντα έρχεται όταν βάζουν μια ταινία, δεν έχει σημασία ποια. Έχω ήδη της απέδειξα ότι είναι αδύνατο να λύσει αυτό το μυστήριο, διότι για να μάθουμε αν μια ταινία κλαίει όταν κανείς δεν την βλέπει, θα πρέπει να την παρακολουθήσουμε. Μπορεί να δούμε ότι κλαίει, αλλά τότε δεν θα είναι επειδή κανείς δεν την παρακολούθησε, γιατί πλέον την είδε κάποιος για να δει αν κλαίει που δεν την κοιτούν. Έτσι, ακόμη και αν την δούμε να κλαίει, μπορεί να είναι επειδή το σενάριο είναι χάλια, ή η επιμέλεια, ή οι ερμηνείες, ή ο ήχος, ή η σκηνογραφία, ή η παραγωγή, ή επειδή ένας κριτικός που έχει τις μαύρες του την κακολογεί, ή όλα μαζί. Καταλαβαίνεις το παράδοξο; Ο τρόπος να αποδείξεις την υπόθεση, που συνάγεται από την ίδια την υπόθεση, ακυρώνει την πιθανότητα να αποδείξεις την υπόθεση. Εγώ το ονομάζω “Tο παράδοξο της λυπημένης ταινίας”. Τα εξήγησα όλα αυτά στον Σουπ Γκαλεάνο, αλλά ο Σουπ είπε ότι δεν ξέρει από ταινίες, αλλά ότι αν δεν έχει ποπ κορν δεν είναι κινηματογράφος και επομένως κάθε εικασία είναι άχρηστη”.
Εσείς προσπαθείτε να παρακολουθήσετε τη λογική επιχειρηματολογία του αγοριού και σκέφτεστε ότι αυτός ο τύπος που ονομάζουν “Σουπ Γκαλεάνο” θα μπορούσε να προσδιοριστεί με αυτό που ο σπουδαίος δάσκαλος Jorge Ayala Blanco ονομάζει “νοημοσύνη τρώει-ποπ-κορν”, αλλά καθώς κάθεσαι, ακούς το κορίτσι να ψιθυρίζει σαν να επρόκειτο για προσευχή:
“Μην ανησυχείς, αδερφούλα, είμαι πια εδώ. Εγώ θα σε δω και θα σε χειροκροτήσω, ακόμα κι αν δεν μου αρέσεις, ακόμα κι αν βγουν φίδια και αράχνες, που είναι πολύ άγριες και πολύ με τρομάζουν, και μετά έχω ‘εφαλτήρες’ όταν κοιμάμαι, αλλά μετά κλείνω τα μάτια και τελειώνει. Κι αν είναι λυπητερή η ιστορία σου, θα κλάψω αλλά όχι πολύ … ωραία, ίσως λίγο αρκετά, αλλά εξαρτάται. Κι αν πεις αστεία, θα γελάσω πολύ, γιατί θα είναι σίγουρα καλύτερα από τις μπούρδες που λέει ο Πεδρίτο που είναι παρών. Και αν εξηγήσεις τις μαλακίες των παλιοκαπιταλισμών, θα κρατήσω σημειώσεις. Κι αν διηγηθείς κάποιον αγώνα θα σου φωνάξω συνθήματα όπως ‘εδώ είναι, υπάρχει, ξαναβγήκαμε’. Κι αν χορέψεις, θα χορέψω. Κι αν τραγουδήσεις, θα τραγουδήσω. Κι αν πεις να ονειρευτείς, σε ονειρεύομαι. Κι αν φωνάξεις να ξυπνήσεις, σε ξυπνάω. Εδώ είμαι λοιπόν. Κοίτα με που σε κοιτάω για να αναπτερωθεί η καρδιά σου”.
Ο Πεδρίτο σε κοιτάζει μ’ ένα ύφος που λέει “σου τα λεγα” και χαμογελάει κοροϊδευτικά. Το κορίτσι τον παίρνει πρέφα και του δίνει μια φάπα. Το αγόρι διαμαρτύρεται: “Μα δεν είπα τίποτα”. Το κορίτσι: “Αλλά σκέφτηκες”. Το αγόρι: “Δεν σκέφτομαι τίποτα απολύτως” και σας κλείνει το μάτι συνωμοτικά.
Συγχρόνως, μαζί με εσάς και στον ίδιο πάγκο, υπάρχει ήδη μια συμμορία αγοριών και κοριτσιών, καθένα με κόκκινο παλιακάτε [μαντήλι] στο λαιμό ή κουκούλα που καλύπτει το πρόσωπο. Χωρίς κανείς να δίνει το σήμα, αρχίζουν ένα, ένα να συστήνονται: “Είμαι η Ελπίδα”, “Εγώ είμαι ο Παμπλίτο”, “Εγώ είμαι ο Αγαπημένος”. Και με ένα είδος νιαουρίσματος-γαβγίσματος, ένα ζωάκι μεταξύ γάτας και σκύλου χοροπηδάει στα πόδια της Ζαπατιστικής Άμυνας.
Ένα από τα παιδιά, ο Αγαπημένος, ρωτάει: “Άρχισε;” “Ναι”, απαντά η Ελπίδα. “Και το ποπ κορν;” ρωτά ο Παμπλίτο. “Το πήρε όλο ο Σουπ Γκαλεάνο. Λέει ότι οι θεοί δημιούργησαν το καλαμπόκι του ποπ κορν μόνο για τους υποδιοικητές και όποιοι θέλουν να του το πάρουν ματσέτα στο σβέρκο, χωρίς ακόνισμα για να κρατήσει περισσότερο, σκουριασμένη για να μολυνθείς και να πρέπει να σου κάνουν ενέσεις”. Όλη συμμορία των παιδιών ανατριχιάζει με τη λέξη “ενέσεις”. “Κρατήστε μια θέση για την Calamidad [καταστροφή] αν έρθει”, λέει η Ζαπατιστική Άμυνα. “Και για τον Σουπ”, προσθέτει.
«Είδα πως τα μάτια του φουρτούνιασαν», ακούτε να λέει ο Πεδρίτο, καθώς αφηγείται τα καθέκαστα όταν είπε στον Σουπ ότι έπρεπε να μοιραστεί το ποπ κορν.
“Έπομένως εδώ βλέπουν το βλέμμα σου,” λέτε από μέσα σας, και προσθέτετε: “και σε αναγκάζουν να κοιτάξεις εκείνο το βλέμμα που σε κοιτάζει. Εδώ να δεις πρόβλημα”.
Κάποιος ζητάει ησυχία και η συμμορία ηρεμεί. Τώρα έχετε χρόνο να παρατηρήσετε πιο προσεκτικά αυτόν τον ακατανόητο κινηματογράφο. Εκτός από την παράλογη θέση της οθόνης και τη διάθεση του κοινού, όλα φαίνονται να εξελίσσονται κανονικά. Αλλά μόνο φαίνονται. Πλέον δεν θυμάστε ποια ταινία προβαλλόταν. Κι ακόμη περισσότερο, δεν θυμάστε αν υπήρξε προβολή.
Αλλά θυμάστε ότι… ότι, ξαφνικά, ένα κορίτσι που κρατούσε ένα κουκουλοφόρο αρκουδάκι (“εμένα με λένε Ελπίδα και με επιθέταν Ζαπατίστα”, θυμάστε ότι είπε) σηκώνεται και, κατευθυνόμενη προς την οθόνη, περνάει από μέσα και κάθεται δίπλα στους δημιουργούς των ταινιών. Από εκεί, κάνει νοήματα στην υπόλοιπη συμμορία για να διασχίσουν κι εκείνοι την οθόνη. Την ακολουθούν οι υπόλοιποι θεατές και, καθώς δεν υπάρχουν αρκετά καθίσματα, όσοι κάνουν σινεμά πρέπει να σηκωθούν και να ψάξουν θέση στην άλλη πλευρά.
Τότε συνειδητοποιείτε, ότι η οθόνη δεν είναι μόνο διαφανής, δεν αφήνει μόνο να περάσουν τα βλέμματα στην άλλη πλευρά, αλλά αφήνει να περάσουν και τα σώματα, σα να είναι παράθυρο, ή, ακόμα καλύτερα, πόρτα. Αλλά είναι αδύνατο να υπάρχει τέτοια κινηματογραφική οθόνη.
Συνεχίζετε να παρατηρείτε και, υποθέτετε, πως οι ρόλοι αντιστρέφονται: οι θεατές παρακολουθούν από την πλευρά εκείνων που κάνουν σινεμά κι όσοι κάνουν σινεμά βλέπουν από την πλευρά των θεατών. Κάθονται έτσι για λίγο και μετά αλλάζουν πάλι θέσεις. Αυτή η εναλλαγή επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Εσείς έχετε πάρει θέση σε μιαν άκρη, οπότε μπορείτε να εκτιμήσετε αυτό που έχει κάτι από αναχρονιστικό χορό.
Όσοι δεν περνούν απέναντι αλλάζοντας θέση και οπτική, αφοσιώνονται στο πανάρχαιο άθλημα της ρίψης ποπ κορν στην οθόνη. Παρόλο που, εννοείται, τα βλήματα δεν αναπηδούν πάνω στην οθόνη, αλλά περνούν από την άλλη πλευρά. Έτσι δημιουργείται μια προσχεδιασμένη μάχη από ποπ κορν: κοινό εναντίον κινηματογραφιστών. Κερδίζουν οι κινηματογραφιστές, αλλά όχι επειδή έχουν καλύτερο στόχο ή είναι περισσότεροι. Στην πραγματικότητα είναι λιγότεροι και δεν μπορούν να πετύχουν ούτε το λόφο από τον οποίο κατεβαίνει η ομίχλη σαν μεγάλο νάγουα. Αλλά το κοινό, παρότι ήταν υπέρτερο σε αριθμό και στόχο από την αντίθετη ομάδα, έχασε τη μάχη καθώς, όπως πρέπει να συμβαίνει, έφαγε τα πυρομαχικά, δηλαδή το ποπ κορν.
“Είναι γάμησέ τα!”, ακούτε να λέει κάποια που κάνει σινεμά σε κάποιον άλλο, “γιατί δεν κοιτάς που κοιτούν την ταινία σου, αλλά κοιτάς πώς κοιτούν την καρδιά σου, τη βγάζουν, την αφοπλίζουν, την απορρυθμίζουν, και σου την ξαναβάζουν σα να μην έχει συμβεί τίποτα. Δεν θα ξανάρθω. Ή ίσως θα ξανάρθω. Δεν ξέρω. Και όλ’ αυτά χωρίς ούτε μια λέξη. Μπορώ να σου πω ότι λαχταρώ τις κριτικές με τις οποίες ο εξειδικευμένος τύπος κατέστρεψε το σκηνοθετικό μου ντεμπούτο”. Ο τύπος δίπλα της δεν απαντά, καθώς είναι απασχολημένος προσπαθώντας να φτιάξει το σακάκι του, έτσι ώστε να μην φαίνεται η πληγή στο στήθος του.
Μόλις τελειώνει ο χαμός του ποπ κορν, δεν καταλαγιάζει το πήγαιν’ έλα. Το χάος είναι σαφές. Ωστόσο διαθέτει ένα είδος ακούσιας χορογραφίας, όπως αυτή των πρώτων κινούμενων σχεδίων.
Εκεί είναι οι δύο πλευρές: εκείνοι που δρουν πίσω από τις κουκούλες κι εκείνοι που δρουν πίσω από τις ταινίες. Πέρα από αυτό, δεν έχουν τίποτα κοινό, αλλά η οθόνη τους καλεί. Εκείνη είναι που καθορίζει τους τόπους, τις κινήσεις, τις ακατάπαυστες εναλλαγές θέσεων.
Η οθόνη είναι σαν … πώς θα μπορούσαμε να το πούμε; Σαν μια γέφυρα.
Αλλά αυτό είναι αδύνατον.
Ή μήπως δεν είναι;
-*-
Με βάση όσα εκτίθενται παραπάνω, η Επιτροπή της Έκτης του EZLN, προσκαλεί τους άντρες, τις γυναίκες, τις αλλόες, τα παιδιά και τους ηλικιωμένους της Έκτης, του Εθνικού Ιθαγενικού Κογκρέσου και των δικτύων υποστήριξης στο Ιθαγενικό Συμβούλιο Διακυβέρνησης σε όλο τον κόσμο, και, φυσικά, τους και τις σινεφίλ, που μπορούν και θέλουν στο
ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ
“PUY TA CUXLEJALTIC”
(“Το σαλιγκάρι της ζωής μας”)
Του οποίου η πρώτη παρουσίαση (υποθέτουμε πως θα γίνει ετήσιο) θα πραγματοποιηθεί στο ζαπατιστικό καρακόλ του Οβεντίκ, στα βουνά του νοτιανατολικού Μεξικού (με εναλλακτικές προβολές στο CIDECI στο Σαν Κριστόμπαλ δε λας Κάσας, Τσιάπας ), από την 1η ως τις 5 Νοεμβρίου 2018 .
Οι ταινίες που θα προβληθούν και οι δραστηριότητες που θα πραγματοποιηθούν κατά τη διάρκεια του προαναφερθέντος φεστιβάλ (που όπως φαίνεται περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων παραλογισμών: μια συζήτηση χωρίς στρογγυλή τράπεζα -ίσως ορθογώνια- … για το ποδόσφαιρο; Μα δεν πρόκειται για φεστιβάλ κινηματογράφου; Μια ταινία που θα διαβάζεται και θα σκηνοθετείται από έναν σχιζοφρενές σκαθάρι;) θα ανακοινωθούν τις επόμενες μέρες (ή τουλάχιστον αυτό ελπίζουμε).
-*-
(συνεχίζεται…)
Από την κινηματογραφική αίθουσα “Comandanta Ramona”
Για την Επιτροπή της Έκτης του EZLN
Ο Σουπ Γκαλεάνο, καπνίζοντας, ανεύθυνα, στο θάλαμο προβολής.
(δεν είμαι ανεύθυνος, ωραία, ίσως και να είμαι, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Βοηθάω κάνοντας ειδικά εφέ. Τι θα γίνει αν εκείνες τις μέρες δεν έχει ομίχλη; Έχω δίκιο, δεν είναι έτσι; Και δεν κέρδισαν το κέικ μου. Παραγκωνίστηκα. Δεν είναι το ίδιο. Και δεν βλέπω ταινίες με γυμνές. Είναι τα μαθήματα ανατομίας που παίρνω εξ αποστάσεως. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η Ζαπατιστική Άμυνα με αυτοκριτικάρει για μάτσο, αλλά, τέλος πάντων, εξαρτάται… Τι; Τέλειωσε; Ντάξει λοιπόν. Είδατε που τα λέω;)
Μεξικό, Οκτώβρης 2018
No hay comentarios todavía.
RSS para comentarios de este artículo.