KAGEMUSHA: ΚΑΙ ΑΥΡΙΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΡΙΛΗΣ
12 Απρίλη 2017
Εδώ και μερικούς μήνες, ο Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μοϊσές μου είπε μια σύνθεση αυτών που θα σας διηγηθώ τώρα σε μεγαλύτερη έκταση και ανάλυση.
Ίσως, χωρίς να το πει ξεκάθαρα, να είχε ήδη εντοπίσει ένα σημείο έντασης μεταξύ του παρελθόντος και της καταιγίδας που ήδη έχει έρθει.
Εκείνο το ξημέρωμα, αφότου άκουσα τις ιστορίες που, με τη φωνή του ΣουπΜόι, διηγούνταν οι παλιότεροι σύντροφοί μας, επέστρεψα στην καλύβα μου. Σε κάθε περίπτωση, μια παράκαιρη για την εποχή βροχή είχε αρχίσει να πέφτει στον τσίγκο της σκεπής και ήταν αδύνατο να ακούσει κανείς ο,τιδήποτε άλλο πέρα από τη θύελλα.
Ξανάπιασα να σκαλίζω το μπαούλο που μου εμπιστεύτηκε ο ΣουπΜάρκος, γιατί μου φαινόταν ότι είχα δει ένα κείμενο που ίσως αναφερόταν σε αυτό που μόλις είχα ακούσει.
Δεν είναι εύκολο να ψάξει κανείς σ’ αυτά τα έγγραφα, πιστέψτε με. Στα περισσότερα κείμενα, στοιβαγμένα ανάκατα μέσα στο μπαούλο με χρονολογίες από το 1983 μέχρι την 1η Γενάρη 1994 και λίγα ακόμη μέχρι το 1992, φαίνεται πως ο Σουπ όχι μόνο δεν είχε υπολογιστή, αλλά ούτε καν κάποια γραφομηχανή. Έτσι τα κείμενα είναι χειρόγραφα σε κόλλες κάθε μεγέθους. Τα γράμματα του μακαρίτη είναι κάθε άλλο από ευανάγνωστα, και προσθέστε επίσης σ’ αυτό τη φθορά από το χρόνο στα βουνά, την υγρασία και τους λεκέδες και τα καψίματα του καπνού.
Εκεί βρίσκεις απ’ όλα. Για παράδειγμα, βρήκα το πρωτότυπο χειρόγραφο των επιχειρησιακών εντολών για τις διαφορετικές στρατιωτικές ζαπατιστικές μονάδες τις παραμονές της εξέγερσης. Όχι μόνο τους πλάνα για τις μονάδες, αλλά επίσης τις λεπτομέρειες της κάθε επέμβασης με σχολαστικότητα που υποδεικνύει προετοιμασία χρόνων.
Αλλά ναι, αφθονούν και περισσεύουν επίσης διηγήματα και ιστορίες, λίγα ποιήματα και επίσης πολιτικές και οικονομικές αναλύσεις.
Ή μάλλον, περισσότερο από αναλύσεις πρόκειται για σχεδιαγράμματα και τίτλους με αριθμημένα σημεία, ίσως για να αναπτυχθούν σε δεύτερο χρόνο, ή να συμπληρωθούν, ή να διορθωθούν. Έχω ταυτίσει αρκετά από αυτά με κάποια που αργότερα δημοσιοποιήθηκαν, αν και πιο περίτεχνα.
Αλλά δεν είναι αυτό που ψάχνω. Οι ιστορίες που αφηγούνταν ο ΣουπΜόι μού θύμισαν ότι υπήρχε κάτι σε αυτόν τον ακατάστατο σωρό χαρτιών και ιδεών σχετικά με τη γενεαλογία του αντικαπιταλιστικού αγώνα.
Εδώ είναι. Αυτό σίγουρα είναι μετά τον πόλεμο γιατί είναι τυπωμένο και η τυπογραφία προδίδει τυπογραφική επιμέλεια.
Από αυτά που λέει, πρέπει να έχει γραφτεί πριν 20 χρόνια, όταν οι Ζαπατίστας δημοσιοποίησαν κάποιες πιο επεξεργασμένες αναλύσεις τους για αυτό που συνέβαινε και προέβλεπαν αυτά που θα ακολουθούσαν. Ή μάλλον, τουλάχιστον οι πρώτες γραμμές, γιατί έπειτα φαίνεται ότι είναι από μεταγενέστερη περίοδο.
Το κείμενο έχει τίτλο αποπροσανατολιστικό, αλλά μοιάζει ταιριαστός καθώς προχωρά η ανάγνωση. Ονομάζεται «Και αύριο είναι Απρίλης» και ακολουθούν σημεία προς ανάπτυξη, αν και ανολοκλήρωτα σε αυτή τη φάση.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους τα σχεδιαγράμματα εμφανίστηκαν αργότερα ανεπτυγμένα σε κείμενα που δημοσιοποιήθηκαν μεταξύ των ετών 1996-1997, κι έτσι δεν θα σας κουράσω επαναλαμβάνοντάς τα. Τα κυριότερα έχουν συγκεντρωθεί σε ένα βιβλίο με τον τίτλο «Κείμενα για τον πόλεμο και την πολιτική οικονομία» (Escritos sobre la guerra y la economía política), που ετοίμασαν οι εκδόσεις «Pensamiento Crítico Ediciones». Όποιος ενδιαφέρεται, αυτό το βιβλίο μπορεί να του φανεί χρήσιμο. Ή μπορεί να συμβουλευτεί την ιστοσελίδα Enlace Zapatista.
Το μέρος που με ενδιαφέρει να σας δείξω δεν εμφανίζεται σε κανένα από αυτά τα δημοσιοποιημένα κείμενα και, παρόλο που η ανάπτυξή του δεν είναι ιδιαίτερα περίτεχνη, ξεχωρίζουν κάποιες σκέψεις κοινωνικής επιστήμης, δηλαδή, πολιτικής οικονομίας, καθώς και για η χρόνια και τρέχουσα πρόκληση της θεωρίας και της πράξης.
Σας διαβάζω:
– Τα πιθανά στάδια του καπιταλισμού. Πέρα από τον επιστημονικό ορισμό, η θεώρηση ότι ο ιμπεριαλισμός ήταν το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, μετατράπηκε σε σχέδιο δράσης για τους αγώνες σε όλο τον κόσμο. Από «ανώτατο στάδιο» έγινε το «τελευταίο στάδιο» του καπιταλισμού.
– Πάνω σε αυτή τη βάση οικοδομήθηκε ένα είδος παγκόσμιου καταμερισμού όχι εργασίας αλλά αντικαπιταλιστικού αγώνα. Στις λεγόμενες χώρες του Τρίτου Κόσμου, που δεν διέθεταν ανεπτυγμένη βιομηχανία και, επομένως, συμπαγή εργατική τάξη, ο αγώνας για το σοσιαλισμό έπρεπε να περάσει από έναν εθνικό, αντιιμπεριαλιστικό και αντιαποικιακό αγώνα, και μόνο έτσι μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα γίνουν «αντικαπιταλιστές». Υποστηρίζεται ότι ένας αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό και για τον σοσιαλισμό περνάει απαραιτήτως από τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Αυτό ισχύει τουλάχιστον για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Για να μπορέσουν να μεταβούν στο σοσιαλισμό, τα έθνη όφειλαν πρώτα να απελευθερωθούν από τον νεοαποικιακό ζυγό, στην περίπτωσή μας επιβεβλημένο από το βορειοαμερικανικό ιμπεριαλισμό. Δεν ήταν δυνατή η οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα, κι ακόμη λιγότερο αν η χώρα αυτή ήταν υπανάπτυκτη. Η σοσιαλιστική επανάσταση ήταν παγκόσμια ή δεν ήταν. Η επιστημονική ανάλυση μετατράπηκε τότε σε ένα είδος κεντρικού κομάντο της παγκόσμιας επανάστασης και τοποθετήθηκε στην ΕΣΣΔ. Από εκεί πήγαζαν οι στρατηγικές και οι τακτικές για τους αντικαπιταλιστικούς αγώνες σε όλο τον κόσμο. Όποιος τηρούσε τις εντολές, λάμβανε τα εύσημα της παγκόσμιας «πρωτοπορίας». Για τους υπόλοιπους, όσους προσπαθούσαν να οικοδομήσουν τη δική τους αλλαγή, δηλαδή, το δικό τους αγώνα, επιφυλάσσονταν καταδίκες, εξοστρακισμός και οι απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί της εποχής.
Η επιστήμη της ιστορίας, η πολιτική οικονομία, έπαψε να είναι επιστήμη και εγκατέλειψε την επιστημονική ανάλυση υποκαθιστώντας την από συνθήματα. Αν η πραγματικότητα δεν συνέπιπτε με την αντίληψη της Κεντρικής Επιτροπής, η πραγματικότητα καταγραφόταν ως αντιδραστική, μικροαστική, διασπαστική, ρεφορμιστική, και άλλα παρόμοια «-ιστική». Η κριτική σκέψη πέρασε από την ανάλυση στη δικαιολόγηση, και τα ατοπήματα και τα λάθη καλύφθηκαν με το άλλοθι της σύγκρουσης με τον βορειοαμερικανικό ιμπεριαλισμό. Η απλούστευση ενός διπολικού κόσμου εισέβαλε στην κοινωνική επιστήμη και, εξίσου με τις πολιτικές δυνάμεις και τις κυβερνήσεις, διάλεξε πλευρά σε κάποιον από τους δυο μεγάλους και μόνους ανταγωνιστές. Η διάνοια ηττήθηκε και στρογγυλοκάθισε μετριότητα.
– Στα μέσα του 20ού αιώνα όλοι ήταν ευχαριστημένοι και ήρεμοι. Το κακώς ονομαζόμενο «σοσιαλιστικό μπλοκ» βυθιζόταν σε αυτό που εμείς ονομάζουμε τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Στην Ασία, στην Αφρική και ιδιαιτέρως στη Λατινική Αμερική οι αγώνες περνούσαν χωρίς σημασία για αυτόν το πόλεμο, τον μόνο σημαντικό, και οι κομματικές οργανώσεις της τότε αριστεράς πιέζονταν με απειλές να οδηγήσουν τις κύριες δυνάμεις τους στη στήριξη του Σοσιαλιστικού Μπλοκ. Κάθε προσπάθεια αγώνα έπρεπε να έχει την έγκριση των τεθωρακισμένων, έξυπνων ή όχι, που συνέτασσαν εγχειρίδια στις Ενωμένες Σοβιετικές Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες τα οποία, περά από το να υπεραπλουστεύουν, φίμωναν την ανάπτυξη της κοινωνικής επιστήμης. Σαν να ήταν στις ολυμπιάδες, η κοινωνική επιστήμη συναγωνιζόταν όχι για την καλύτερη κατανόηση αυτού που συνέβαινε και αυτού που ερχόταν, αλλά στο να σηκώσει πιο ψηλά και περισσότερες φορές τη σημαία της, πέρα από τις ρίγες και τα αστέρα, πέρα από το σφυρί και το δρεπάνι.
Στην παγκόσμια σκηνή τα πάντα έμοιαζαν προβλέψιμα και απλά… αλλά τότε ήρθε ο Φιντέλ. Και το «ζήτημα» όπως λεν οι σύντροφοι, ήταν ότι δεν ήρθε μόνος, αλλά κρατούσε από το χέρι κάποιον Καμίλο που το επίθετό του έφερε τον ορισμό [Cienfuegos=εκατό φωτιές]· και με αυτό το ασυναγώνιστο δίδυμο, ερχόταν επίσης ένας αργεντίνος-γιατρός-φωτογράφος-ασθματικός, χωρίς σημαντικό όνομα στο γενεαλογικό δέντρο της παγκόσμιας επανάστασης και χωρίς αξίωμα σε καμία δομή. Μόλις λίγους μήνες αργότερα ολόκληρος ο πλανήτης θα τον ήξερε μόνο με τρία γράμματα: Τσε.
Μετά έγινε ό,τι έγινε, και το αστραπή που φώτισε την Καραϊβική εκείνα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 μετατράπηκε, χωρίς να το θέλει, σε ιό που μόλυνε την ήπειρο. Μετά από ένα μακρύ ημερολόγιο από ήττες σε αυτή την οδύνη που ονομάζεται Λατινική Αμερική, ένας ολόκληρος λαός οργανωνόταν και άλλαζε τη μοίρα του και μεγάλωνε το όνομά του.
Έπειτα από την αποτυχημένη μισθοφορική εισβολή με βορειοαμερικανική αιγίδα, η Κούβα ονομάστηκε Φιντέλ και ο Φιντέλ Κάστρο πήρε την «Κούβα» ως επίθετο αντίστασης και εξέγερσης, αγώνα.
Η πιο μικρή χώρα, η πιο απαξιωμένη, η πιο ταπεινωμένη, εξεγειρόταν, και με την οργανωμένη δράση της άλλαζε την παγκόσμια γεωγραφία.
Ο πολιτικός άντρας που ο κουβανικός λαός έβαλε μπροστά, μέσα σε μερικά χρόνια έσβησε στην πράξη του υπόλοιπους «παγκόσμιους ηγέτες» και, όπως συμβαίνει, απέναντι στη μορφή του επιστρατεύτηκαν τα άκρα: λίγοι για να τον κολακεύσουν, οι περισσότεροι για να του επιτεθούν.
Μόνο κάποιοι λίγοι είδαν και έμαθαν ότι κάτι νέο είχε εμφανιστεί και ότι η κουβανική επανάσταση δεν είχε σπάσει μόνο την κυριαρχία που επέβαλε σε όλη την Αμερική η αυτοκρατορία με τις ρίγες και τα αστέρια, ο «ανάστατος και βάναυσος βορράς».
Είχε επίσης κατακερματίσει την ήδη άκαμπτη κοινωνική θεωρία που κήρυτταν οι κομισάριοι και που, σε όλο το πολιτικό φάσμα, αποτελούν τη σταθερά και ποτέ την εξαίρεση.
Ακόμη, 60 χρόνια μετά, όλο και κάποιος παλιός κομισάριος που αναρριχήθηκε «ηρωικά» στην ακαδημία και πλέον με όπλο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προσπαθεί να υποδείξει στον κουβανικό λαό αυτό που πρέπει να κάνει και να ξεκάνει.
Μακριά από τους θεωρητικούς αυνανισμούς της χλιαρής ακαδημίας, ο κουβανικός λαός άρχισε το μακρύ δρόμο της αντίστασης και προχωρούσε σε συνθήκες εχθρικές χωρίς προηγούμενο.
Ακόμη και σήμερα συνεχίζει να υποφέρει τον πιο μακρύ και έντονο οικονομικό αποκλεισμό στην παγκόσμια ιστορία. Κι όχι μόνο αυτό. Έχει επίσης αντισταθεί σε τρομοκρατικές επιθέσεις, έχει υποστεί στρατιωτική εισβολή, έχει φιλοδωρήσει τον υπερόπτη θείο Σαμ με τη πρώτη του ήττα στην ήπειρο, και, με τα πάντα εναντίον του, έχει οικοδομήσει το μοίρα του.
Αλλά δεν δέχτηκε μόνο τις επιθέσεις της παγκόσμιας δεξιάς, αλλά και η ευγενική αριστερά επιτέθηκε ενάντια σε αυτόν τον λαό, καταφεύγοντας σε κλισέ και κοινοτοπίες που όχι μόνο παραγνώριζαν την κουβανική πραγματικότητα αλλά κυρίως την ηρωική του προσπάθεια να σηκωθεί πάνω από τα λάθη και τις αποτυχίες της.
Με μοναδικό στόχο να είναι αρεστή στη δεξιά, η θεσμική αριστερά σε όλο τον κόσμο επιτέθηκε στην κουβανική επανάσταση επαναλαμβάνοντας τα λεγόμενα της δεξιάς και ακολουθώντας τη μόδα της εποχής.
Είναι τόσο συνεπής η αντίσταση του λαού στην Κούβα που η διανοητική υστερία που αφθονεί και περισσεύσει σ’ αυτήν την χαλασμένη χώρα που ονομάζεται «Μεξικό» με βεβαιότητα θα υποστήριζε ότι καταφέρνει να συνεχίζει γιατί είναι δημιουργία του Σαλίνας [πρώην προέδρου του Μεξικού] και ότι υποστηρίζεται από την «μαφία της εξουσίας».
Λίγες μέρες μετά από αυτή τη λάμψη στρατιωτικής επιδεξιότητας και πίστης που έδωσε νέο νόημα σ’ ένα μικρό κομμάτι γης, ακούστηκε το όνομα του «Κόλπου των Χοίρων» στο σχεδόν άδειο από νίκες ράφι της παγκόσμιας αριστεράς. Εκείνη την 1η Μάη 1961 ο κουβανικός λαός, με τη βραχνή φωνή ενός μουσάτου ντυμένου με τη χακί στολή της μάχης, έλεγε τα ακόλουθα:
«Αν στον κ. Κένεντι δεν αρέσει ο σοσιαλισμός, ωραία, ούτε εμάς μας αρέσει ο ιμπεριαλισμός, δεν μας αρέσει ο καπιταλισμός. Έχουμε εξίσου το δικαίωμα να διαμαρτυρόμαστε για την ύπαρξη ενός ιμπεριαλιστικού και καπιταλιστικού καθεστώτος 90 μίλια από τις ακτές μας, όπως κι εκείνος μπορεί να θεωρεί δικαίωμά του να διαμαρτύρεται για την ύπαρξη ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος 90 μίλια από τις ακτές του.
» Ωστόσο, εμείς δεν θα σκεφτόμασταν να προβούμε σε τέτοια κίνηση, γιατί αυτό είναι ζήτημα που αφορά τους ίδιους, είναι ζήτημα που αφορά τον λαό των Ηνωμένων Πολιτειών. Θα ήταν ανόητο να προσπαθούσαμε να πούμε στο λαό των Ηνωμένων Πολιτειών τι είδους καθεστώς διακυβέρνησης θα έπρεπε να έχουν, γιατί σε τέτοια περίπτωση θα θεωρούσαμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι ένας κυρίαρχος λαός και ότι εμείς έχουμε δικαίωμα στην εσωτερική ζωή των Ηνωμένων Πολιτειών.
» Το δικαίωμα δεν το δίνει το μέγεθος, το δικαίωμα δεν έχει σχέση με το αν ένας λαός είναι μικρός ή όχι. Αυτό δεν είναι σημαντικό. Εμείς δεν έχουμε παρά μια μικρή χώρα, έναν μικρό λαό, αλλά το δικαίωμά μας είναι δικαίωμα εξίσου σεβαστό όπως και κάθε άλλης χώρας, ανεξάρτητα από το μέγεθός της. Εμείς δεν θα σκεφτόμασταν να πούμε στο λαό των Ηνωμένων Πολιτειών τι καθεστώς πρέπει να έχει. Συνακόλουθα είναι ανόητο ότι ο κ. Κένεντι σκέφτηκε να πει τι καθεστώς διακυβέρνησης πρέπει να έχουμε εμείς εδώ, γιατί είναι ανόητο. Αυτό προφανώς συμβαίνει στον κ. Κένεντι γιατί δεν έχει σαφή αντίληψη του τι είναι ο διεθνής νόμος και η κυριαρχία των λαών.»
Το κείμενο συνεχίζει με μια μακρά ανάλυση για την κοινωνική επιστήμη και την κριτική σκέψη. Αλλά θα σταματήσω τώρα σημειώνοντας ότι θα μπορούσατε να αλλάξετε το όνομα του «Κένεντι» με αυτό του «Τραμπ» και θα δείτε ότι στα παραπάνω λόγια δεν υπάρχει απλά μια συγκυριακή διακήρυξη, αλλά μια διακήρυξη αρχών.
Τότε σταμάτησα και κοίταξα την κλεψύδρα.
Σκέφτηκα ότι ίσως η άμμο της δεν είναι οποιαδήποτε άμμος. Κι ότι δεν είναι οποιαδήποτε γιατί ίσως αυτή είναι η άμμος μιας παραλίας που το όνομά της επαναλαμβάνεται στην ιστορία του αγώνα και της αντίστασης της ανθρωπότητας ενάντια στον καπιταλισμό.
Ίσως η άμμος που ρέει από τη μια στην άλλη πλευρά αυτού του ρολογιού έρχεται από ένα μέρος της αμερικανικής ηπείρου και η γεωγραφία της βρίσκεται σε ένα νησί που απαντάται στην Καραϊβική, σαν εξεγερμένος αλιγάτορας που αρνείται να υποταχθεί και γι’ αυτό σκληραίνει το δέρμα και το βλέμμα του.
Ίσως, σκέφτομαι τώρα, η άμμος αυτής της κλεψύδρας να είναι άμμος από τον Κόλπο των Χοίρων, όπως ονομάζεται αυτή ρωγμή στον καπιταλισμό, που με την επιμονή του, δίδαξε σε όλους μας ότι ο μεγάλος και ο ισχυρός μπορεί να ηττηθεί από τον μικρό και τον αδύναμο όταν υπάρχει οργανωμένη αντίσταση, ξεροκέφαλη αποφασιστικότητα και ορίζοντας.
-*-
Επιτρέψτε μου να σας πω ότι ο μακαρίτης ΣουπΜάρκος, και όχι μόνο αυτός, έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον κουβανικό λαό και βαθύ σεβασμό για τον Φιντέλ Κάστρο Ρους.
Σε εκείνη την ανεπίσημη συζήτηση που είχαμε μερικές ώρες πριν το θάνατό του, ανέκυψε το στρατιωτικό ζήτημα. Μου διηγήθηκε ότι εκείνος θεωρούσε ότι η στρατιωτική ιστορία του αγώνα των λαών δεν ήταν ιδιαίτερα γνωστή. Αναφέρθηκε τότε στη Μάχη του Zacatecas και στην Κατάληψη της Πόλης Χουάρες, στις οποίες ηγήθηκε ο Φρανσίσκο Βίγια. Μου διηγήθηκε ότι εκείνος δανείστηκε το σχεδιασμό που εφάρμοσε ο Στρατηγός Βίγια για την κατάληψη της Πόλης Χουάρες και με αυτή κατέστρωσε την έναρξη της εξέγερσης. «Για τη μάχη του Zacatecas δεν μου έλειπε ιππικό», είπε αστειευόμενος «αλλά πεδιάδα».
Στο διεθνές επίπεδο, αντίθετα με ό,τι συνηθίζεται στην αριστερά, η αναφορά του δεν ήταν η μάχη του Λένινγκραντ, αλλά η Μάχη της Σάντα Κλάρα, καθοδηγούμενη από τον Τσε, η μάχη του Cuito Cuanabale, καθοδηγούμενη από τον Φιντέλ Κάστρο, κι η μάχη του Κόλπου των Χοίρων, επίσης υπό τις διαταγές του Φιντέλ Κάστρο.
Άδραξα την ευκαιρία για να ρωτήσω γιατί όποτε αναφερόταν στον Φιντέλ Κάστρο δεν έλεγε «Κομαντάντε» όπως το έκανε όλη η λατινοαμερικάνικη αριστερά. Μου απάντησε ως εξής:
«Το ότι όλοι τον αποκαλούν έτσι θα μπορούσε να είναι αρκετό, αλλά δεν είναι γι’ αυτό. Εμείς είμαστε ένας στρατός, κι όταν λέμε «κομαντάντε» εννοούμε διοικητής. Κι εμάς δεν μας διοικεί κανείς άλλος παρά μόνο οι λαοί μας. Αλλά ο Φιντέλ Κάστρο δεν χρειάζεται να τον αποκαλούμε έτσι. Εκείνος έχει πάρει αυτόν τον βαθμό από το λαό του και δεν χρειάζεται περισσότερα».
Συνέχισε να μου αφηγείται για τον Κόλπο των Χοίρων και, με θαυμασμό, διηγήθηκε τη σκηνή όταν ο Φιντέλ Κάστρο συζητά και χειρονομεί με τους αξιωματούχους του γιατί δεν τον άφηναν να προχωρήσει προς τον Κόλπο των Χοίρων για να πολεμήσει ενάντια στους μισθοφόρους. «Φαντάσου», μου είπε γελώντας καλοδιάθετα. «Ο Φιντέλ ενάντια στην Εθνική Επαναστατική Πολιτοφυλακή. Εκείνος να πεισμωμένος στην επιθυμία του να είναι στην πρώτη γραμμή της μάχης και οι υπόλοιποι να του λένε ότι όχι, πρέπει να φυλαχτεί. Και ξέρεις κάτι; Ο Φιντέλ Κάστρο δεν υποστήριξε ότι ήταν καθήκον του· τους είπε ότι ήταν δικαίωμά του». Άναψε την πίπα του ο μακαρίτης και, μετά την πρώτη ρουφηξιά τη σήκωσε σα να την πετούσε και είπε: «Φυσικά τη λογομαχία τη νίκησε ο Φιντέλ».
Έπειτα, θεωρώντας το θέμα λήξαν, πρόσθεσε: «Ο Φιντέλ Κάστρο είναι ο Μαραντόνα της διεθνούς πολιτικής. Και ποτέ δεν θα του συγχωρέσουν τα γκολ που έβαλε σ’ όποιον τόλμησε να του αντιπαρατεθεί».
Θυμήθηκα τα λόγια του μακαρίτη ΣουπΜάρκος καθώς διάβαζα τις απόψεις του λιμασμένου πολιτικού φάσματος της Λατινικής Αμερικής για το θάνατο του Φιντέλ Κάστρο. Η επανάληψη από μεριάς της δεξιάς, και της ευγενικής αριστεράς, κατηγοριών και δήθεν κριτικών. Η δεξιά που ποτέ δεν συγχώρησε τις ήττες που της φιλοδώρησε και η θεσμική αριστερά που δεν δικαίωσε το ότι έγινε αυτό που η ίδια στη μετριότητά της ποτέ δεν θα γίνει.
Υπάρχουν επίσης και οι μετριότητες που τώρα συντάσσουν δίκες και καταδίκες, οι οποίες απλά δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί, αφού ήταν ένας δικτάτορας, η μεγαλύτερη δύναμη στον κόσμο δεν κατάφερε να οργανώσει μια λαϊκή εξέγερση και κατέφυγε σε τρομοκρατικές ενέργειες για να τον εξουδετερώσει.
Μακριά από τις ταινίες φαντασίας και τις τηλεοπτικές σειρές, όπου οι βορειοαμερικανικές μυστικές υπηρεσίες αποτελειώνουν τους κακούς μόνο μ’ ένα μολύβι, απέτυχαν στην Κούβα απλώς επειδή ο «Κομαντάντε Φιντέλ» ήταν το όνομα, η εικόνα και η φωνή που εκείνος ο λαός έπαιρνε για να βεβαιώνει αυτό που καθημερινά και ενάντια στα πάντα οικοδομούσε: την ελευθερία του.
Και το χρήμα έψαχνε και ψάχνει και πάντα βρίσκει ψυχοπαθείς έτοιμους να πουλήσουν τη δίψα τους για αίμα και καταστροφή. Πάντα έβρισκε τους Mas Canosa, τους Posada Carriles [επιφανείς αντιφρονούντες κουβανοί εξόριστοι], παρόλο που σε άλλη γεωγραφία και ημερολόγιο ονομάζονται Felipe Calderón Hinojosa [πρώην πρόεδρος του Μεξικού] και η άλλοτε σύζυγός του και πλέον δήθεν αγαπητή Margara Zavala [πιθανή υποψήφια στις προεδρικές εκλογές του 2018]· ή Mauricio Macri στην Αργεντινή· ή Temer στη Βραζιλία, ή Leopoldo López στη Βενεζουέλα. Όλοι πολιτικοί, ψυχοπαθείς και διεφθαρμένοι, πάντα έτοιμοι να πεθάνουν οι άλλοι και να κερδίζουν οι ίδιοι.
Σας τα διηγούμαι αυτά όχι μόνο επειδή το ζήτημα αφορά τον μικρό που εξεγείρεται και βγαίνει συντρίβοντας τα καλούπια που του είχαν επιβάλει, αλλά και για αυτό που θα σας αφηγηθώ τώρα: βρισκόμουν με τον Εξεγερμένο Υποδιοικητή Μοϊσές σε μια από τις θέσεις μας ακριβώς λίγες μέρες μετά το θάνατο του Φιντέλ Κάστρο.
Όταν έφτασα, η αντάρτισσα Έρικα μού είπε χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της: «Πέθανε ο Φιντέλ Κούβα». Έτσι το είπε. Η κουβανική επανάσταση εδώ και 58 χρόνια αντιστέκεται ενάντια σε όλα· η αντάρτισσα Έρικα πρέπει να είναι γύρω στα 20κάτι. Δεν έχει βγει ποτέ από αυτή τη γη, έμαθε ισπανικά σ’ ένα στρατόπεδο στα βουνά, παλεύει με τα μαθηματικά και τις «δύσκολες» λέξεις και, εκτός από όλα αυτά, ή ίσως ακριβώς λόγω όλων αυτών, συνδύασε σε δυο λέξεις μια ολόκληρη ιστορία αγώνα, αντίστασης και εξέγερσης.
Κι ξεκίνησα να σας μιλώ για την Κούβα, δηλαδή για τον Φιντέλ Κάστρο, και για τον Φιντέλ Κάστρο, δηλαδή για την Κούβα, για τον απλούστατο λόγο ότι πια δεν μιλούν για αυτόν. Ίσως γιατί σκέφτονται ότι έχει πεθάνει, και μαζί του, η εξεγερμένη Κούβα. Αλλά αναφορικά με τον Φιντέλ Κάστρο Ρους μπορούμε τους να πούμε πούμε μόνο το εξής: «αν δεν κατάφεραν να τον σκοτώσουν ενόσω ήταν ζωντανός, ακόμη λιγότερο θα το καταφέρουν τώρα που έχει πεθάνει». [χειροκροτήματα από το κοινό]
Όλα αυτά είναι σχετικά, ή έχουν σχέση, γιατί ναι, ο μακαρίτης ΣουπΜάρκος είχε δίκιο: και αύριο είναι Απρίλης.
-*-
Επιστρέφοντας σ’ εκείνο το επεισόδιο, για να μη μακρηγορώ, συνέχισα να συνομιλώ με τον μακαρίτη ΣουπΜάρκος πριν ακόμη γίνει μακαρίτης. Ο χρόνος στη ζαπατιστική Ρεαλιδάδ [πραγματικότητα] είχε μπει σ’ εκείνο το ρυθμό στον οποίο η μέρα μοιάζει να βιάζεται να φύγει ενώ η νύχτα συνεχίζει οκνηρή. Θαρρώ πως το γενικό πρόσταγμα εκείνης της 24ης Μάη 2014 το είχε ο Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μοϊσές, καθώς τον ΣουπΜάρκος δεν τον πλησίαζε κανείς με αναφορές ή ερωτήσεις. Σαν ο ΣουπΜόι να έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να περάσει ο ΣουπΜάρκος ήρεμος τα τελευταία του λεπτά.
Καθώς συνεχίζαμε έτσι, περιμένοντας, τον ρώτησα γιατί έλεγε ότι εκείνος ήταν η περσόνα κι όχι ο Ντουρίτο, ο Γέρο-Αντόνιο κι άλλα όντα που κατοικούσαν στις ιστορίες του. Φυσικά, ακόμη δεν ήξερα, ούτε εγώ ούτε κανείς άλλος, το κείμενο που θα διάβαζε το επόμενο ξημέρωμα, με τον τίτλο «Ανάμεσα στο φως και τη σκιά».
Πριν να μου απαντήσει, ο Σουπ κοίταξε και τα δυο ρολόγια του.
Δεν είχε ξανακάνει κάτι τέτοιο. Πάντα συμβουλευόταν το ένα ή τσεκάριζε το άλλο, ανάλογα την περίπτωση.
Αφότου αντιμετώπισε και τα δυο ρολόγια, πήρε βαθιά εισπνοή και με ρώτησε:
«Τι ακριβώς δεν καταλαβαίνεις;»
«Αυτό», του απάντησα, «γιατί τότε, ποιος είσαι; ή καλύτερα ποιος ήσουν;».
Τότε με κοίταξε προσεκτικά και σκύβοντας το κεφάλι, παραδόξως προσπαθώντας να μιμηθεί τον τόνο της φωνής των σοβαρών και επίσημων σαμουράι του Ακίρα Κουροσάβα, είπε:
«Kagemusha».
Και λέω παραδόξως, γιατί ο ΣουπΜάρκος αστειευόταν με τα πάντα και κορόιδευε τα πάντα, κυρίως τον εαυτό του.
Εγώ πήρα την ίδια έκφραση που παίρνετε κι εσείς τώρα.
«Τι στο διάολο είναι αυτό το Kagemusha;»
«Είναι ένας κράχτης», μου απάντησε, «ένας αντιπερισπασμός, μια σκιά, η σκιά ενός πολεμιστή».
Κατάλαβα τότε το γιατί στα τελευταία του κείμενα είχε εμφανιστεί για λίγο μια νέα περσόνα: «η Σκιά, ο πολεμιστής».
«Κι ύστερα;», ρώτησα φυσικά.
«Κι ύστερα τίποτα, κάποιος έπρεπε να το κάνει κι έλαχε σε μένα».
«Και τότε τι θα κάνεις;», επέμεινα.
«Θα πεθάνω», είπε ενώ φορούσε την κουκούλα. Έβαλε τότε το κασκέτο, άναψε την πίπα και, κατευθυνόμενος στο φύλακα που στέκονταν στην πόρτα, διέταξε για τελευταία φορά: «Πες στον ΣουπΜόι ότι είμαι έτοιμος».
-*-
Έρχεται η καταιγίδα.
Πάλι και πάλι το χρήμα θα επιχειρήσει να διαλύσει την ιστορία που έχει σημασία. Πάλι και πάλι θα ηττηθεί. Όπως σ’ έναν Απρίλη πριν από 56 χρόνια, στον Κόλπο των Χοίρων, γενιές ολόκληρες θα ξεριζώσουν τα παιχνίδια διαμιάς και θα σηκωθούν αμφισβητώντας τη μοίρα που τους επιβάλλουν.
Εκείνη τη μέρα θα ξανακουστούν, αν και με άλλη φωνή, τα λόγια που ο κουβανικός λαός απεύθυνε σε όσους προσπαθούσαν να τον υποτάξουν:
«Δεν θα ξεφύγετε από την ετυμηγορία της ιστορίας, που δεν θα είναι μια απλή ετυμηγορία λέξεων, αλλά η ετυμηγορία που σημαδεύει ανεξίτηλα τη μοίρα των εκμεταλλευτών σ’ όλο τον κόσμο, όπως ένα ρολόι που λέει ‘οι μέρες σου είναι μετρημένες, το τέλος του συστήματός της εκμετάλλευσης που έχεις στήσει πλησιάζει».
Η Κούβα θα επιζήσει. Οι ιθαγενικοί πληθυσμοί θα επιζήσουν. Η ανθρωπότητα θα επιζήσει.
Κι όταν θα λέει «Πατρίδα», θα εννοεί «κόσμος», θα εννοεί «σπίτι», θα εννοεί «ζωή».
Ναι, δεν θα υπάρχουν αστραπές πιο δυνατές, ούτε καταιγίδα πιο μεγάλη, αλλά στο τέλος, αυτή η γη θα ξεσηκωθεί και μαζί της οι γυναίκες, οι άντρες κι όσοι είναι ό,τι είναι χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Η μνήμη δεν θα έχει ξεχάσει, αλλά δεν θα υπάρξουν εορτασμοί.
Όχι γιατί δεν αξίζει τον κόπο, αλλά γιατί ολόκληρη η ζωή θα είναι τότε αυτό που πάντα έπρεπε να είναι, δηλαδή, μια γιορτή.
Κι όταν θα έρθει αυτό το αύριο, εγώ, νέος νομάδας Kagemusha, θα λυπηθώ που δεν θα είμαι εκεί μόνο και μόνο για να σας κοιτάξω σκωπτικά και να σας πω:
«Απεχθάνομαι να σας πω ότι σας το ’χα πει, αλλά σας το ’χα πει».
Ευχαριστώ, όχι πολύ, αλλά πάντα αρκετά.
ΣουπΓκαλεάνο
Απρίλης 2017
No hay comentarios todavía.
RSS para comentarios de este artículo.