Ένα σπίτι, άλλοι κόσμοι
Ιούλης-Αύγουστος-Σεπτέμβρης 2016
Θέμα: Πρόσκληση στο «CompArte και το ConCiencias για την Ανθρωπότητα»
Ναι, το γνωρίζουμε. Μέρες και νύχτες η πίκρα μοιάζει να είναι ο μόνος ορίζοντας. Βήματα βαριά από την οδύνη, την οργή, την αγανάκτηση· πέφτοντας κάθε τόσο στα ξεδιάντροπα βλέμματα του κυνισμού και της απογοήτευσης· στην ηλιθιότητα που θρονιάζεται σε κρατικές θέσεις και σφυγμομετρήσεις· στην υποκρισία ως τρόπο ζωής· στη μυθομανία ως τακτική και στρατηγική· στην ελαφρότητα ως κουλτούρα, τέχνη, επιστήμη· στην κλιμακούμενη υποτίμηση προς το διαφορετικό («το κακό δεν είναι ότι υπάρχει το άλλο, αλλά ότι εμφανίζεται»)· στην παραίτηση σε χονδρική στην αγορά της πολιτικής («ο τρόπος μου μόνο αποσκοπεί όχι στο μη χείρον αλλά στο λιγότερο σκανδαλώδες»). Ναι, είναι δύσκολο, κάθε φορά όλο και πιο δύσκολο. Σαν η νύχτα να παρατείνεται. Σαν η μέρα να καθυστερεί το βήμα της μέχρι που να μην, που κανείς, που τίποτα, που το μονοπάτι είναι άδειο. Σα να μην υπάρχει πνοή. Το τέρας παραμονεύει σε κάθε γωνιά, στους κάμπους και στους δρόμους.
Και πέρα απ’ όλα αυτά, ή ακριβώς λόγω αυτών, σας στέλνουμε αυτή την πρόσκληση.
Ναι, φαίνεται άκαιρο ή παράταιρο, αλλά εμείς, οι Ζαπατίστας, σας προσκαλούμε να συμμετάσχετε στα φεστιβάλ «CompArte και ConCiencias για την Ανθρωπότητα». Έτσι, πληρώντας το τυπικό, πρέπει να στείλουμε μια πρόσκληση. Κάτι που να ορίζει ένα ημερολόγιο και μια γεωγραφία, καθώς έχετε το δικό σας δρόμο, βήμα, συντροφιά και προορισμό. Δεν πρέπει άλλωστε να είναι κάτι που θα προστεθεί στις δυσκολίες που ήδη αντιμετωπίζετε. Έτσι σε μια πρόσκληση πρέπει να ορίζεται το πού και το πώς.
Αλλά ήδη γνωρίζετε αυτό που είμαστε. Τον τρόπο μας δηλαδή. Και επομένως σκεφτόμαστε ότι η ερώτηση στην οποία οφείλει ν’ απαντήσει μια πρόσκληση δεν είναι τόσο το μέρος και η ημερομηνία, αλλά το γιατί. Ίσως γι’ αυτό η συγκεκριμένη πρόσκληση δεν πληροί το τυπικό που απαιτείται και σας έρχεται ετεροχρονισμένη, νωρίς ή αργά. Αλλά δεν έχει σημασία· θα δείτε παρακάτω.
Επομένως γι’ αυτό είναι πολύ άλλη αυτή η πρόσκληση, και γι’ αυτό, ως κομβικό κομμάτι της, έχει την ακόλουθη ιστοριούλα:
ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ, ΠΟΛΛΟΙ ΚΟΣΜΟΙ
Περισσότερο από ιστορία θα μπορούσε να είναι θρύλος. Δηλαδή, δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθεί η αλήθεια των αφηγούμενων. Εν μέρει γιατί δεν προσδιορίζονται ούτε ημερολόγια ούτε γεωγραφίες, δηλαδή, θα μπορούσε να λαμβάνει χώρα σε οποιοδήποτε μέρος και σε απροσδιόριστο χρόνο· και επίσης γιατί ο υποτιθέμενος μη πρωταγωνιστής αυτής της αφήγησης είναι νεκρός, μακαρίτης, συγχωρεμένος, αείμνηστος. Αν ζούσε, θα μπορούσατε να τον ρωτήσετε αν είπε αυτά που λέγονται εδώ. Σίγουρα, είναι πολύ πιθανό ότι στο σταθερό διάβα του ανάμεσα στις κορφές των δέντρων θα έμπαινε στη διαδικασία να προσδιορίσει αυτό το ασαφές ημερολόγιο.
Έτσι δεν έχουμε την ακριβή ημερομηνία, σας χρωστάμε το ημερολόγιο και θα πούμε μόνο ότι πρέπει να έχουν περάσει ήδη πάνω από δυο δεκαετίες. Η γεωγραφία; Τα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικού.
Μας τη διηγήθηκε ο Διοικητής Τάτσο, εκείνο το χάραμα που, μέσα σ’ ένα σπίτι, συζητούσαν για το σπίτι του συστήματος, το σπίτι του κεφαλαίου, την καταιγίδα, την κιβωτό. Το σπίτι όπου γεννήθηκε αυτό που αργότερα θα ήταν το φυτώριο. Θαρρούμε πως κάθισαν λίγο για ένα καφέ… ή έκλεισαν τη συνάντηση για να συνεχίσουν την επόμενη μέρα… Για να πούμε την αλήθεια, δεν το καλοθυμόμαστε. Το ζήτημα είναι ότι μείναμε να συζητάμε με τον Τάτσο κι εκείνος μας διηγήθηκε αυτό το αφηγούμαστε εδώ. Φυσικά, βέβαια, έχει λίγο από ζαβολιά γιατί προσθέσαμε, φτιάξαμε και αλλάξαμε τα αρχικά λόγια του Τάτσο. Όχι από απροσεξία, έλλειψη σεβασμού ή όρεξης να ανασυνθέσουμε τις θρυμματισμένες αναμνήσεις, αλλά γιατί και οι δύο που τώρα σας γράφουμε γνωρίζαμε περισσότερα από τον μακαρίτη και μπορούμε να ξαναφτιάξουμε τα λόγια και τις αισθήσεις του. Πάμε λοιπόν:
Μιλά ο διοικητής Τάτσο:
«Δεν καλοθυμάμαι, αλλά ήταν όταν ο συγχωρεμένος Σουπ δεν ήταν ακόμη συγχωρεμένος. Ήταν ο Σουπ όπως πάντα, άυπνος και καπνίζοντας την πίπα του. Δάγκωνε την πίπα, όπως πάντα. Δουλεύαμε ίσως για τη διοίκηση, αν και ακόμη δεν ήταν διοίκηση. Δηλαδή ακόμη δεν είχε σχηματιστεί πλήρως. Δηλαδή δεν ήταν ακόμη διοίκηση. Ίσως προς τα εκεί όδευε, αλλά δεν ήταν ακόμη. Λέγαμε ανέκδοτα. Πράγματα που συμβαίνουν στα χωριά, στις συναντήσεις, στις δουλειές του αγώνα. Ο Σουπ μόνο άκουγε, πότε γελούσε, πότε ρωτούσε για να μάθει περισσότερα. Πριν να τον γνωρίσω εγώ δεν καταλάβαινα. Μετά αντιλήφθηκα ότι αυτές οι ιστορίες εμφανίζονταν αργότερα στις ανακοινώσεις ως παραμύθια. «Υστερόγραφα», τα έλεγε εκείνος, θαρρώ. Μια φορά τον ρώτησα γιατί έβαζε ως παραμύθι πράγματα που όντως είχαν συμβεί. Εκείνος μου είπε «είναι που δεν το πιστεύουν, θαρρούν πως το βγάζω απ’ το μυαλό μου ή το φαντάζομαι, επομένως το βάζω ως παραμύθι γιατί δεν είναι έτοιμοι να γνωρίσουν την αλήθεια».
Τέλος πάντων, αυτά πάνω κάτω. Και τότε εκείνος ρωτά τον Σουπ…
Ναι, ο Τάτσο χρησιμοποίησε αντωνυμία τρίτου ενικού: «εκείνος». Για να το διευκρινίσουμε ρωτήσαμε αν με το «εκείνος» αναφερόταν στον Σουπ. Μας απάντησε ενοχλημένος: «όχι, εκείνος ρώτησε τον Σουπ». Δεν θέλαμε να επιμείνουμε γιατί ξέραμε, ίσως λανθασμένα, ότι αυτό δεν ήταν το σημαντικό στην ιστορία, ή ότι δεν ήταν παρά κομμάτι ενός ακόμη αδιαμόρφωτου γρίφου. Έτσι ο Διοικητής Τάτσο χρησιμοποίησε τη λέξη «εκείνος». Όχι «εκείνη», ούτε «εγώ», ούτε «εμείς». Είπε «εκείνος» για να αναφερθεί σε αυτόν που ρωτούσε τον Σουπ.
«Και για πες, Σουπ, γιατί κάθε φορά που χτίζεται ένα σπίτι ρωτάς αν φτιάχνεται ακολουθώντας τα ήθη και τα έθιμα ή επιστημονική μέθοδο;»
Εδώ ο Τάτσο αισθάνθηκε την ανάγκη να διευκρινίσει:
«Κάθε φορά που κάναμε μια δουλειά, ο μακαρίτης ΣουπΜάρκος ερχόταν κι έβλεπε τα δοκάρια και τις τραβέρσες. Και πάντα ρωτούσε: «Αυτήν την τραβέρσα που βάζεις, τη βάζεις γιατί τη χρειάζεται το σπίτι;» Και τότε εγώ απαντούσα: «Ναι, γιατί αν δεν μπει αργότερα θα πέσει η στέγη». «Α! ωραία», έλεγε ο Σουπ, «αλλά πώς το ξέρεις ότι αν δεν τη βάλεις θα πέσει η στέγη;». Εγώ έμενα να τον βλέπω γιατί ήξερα πως το θέμα δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ρωτούσε. Και τότε εκείνος συνέχιζε: «Το βάζεις γιατί ξέρεις επιστημονικά ότι αν δεν το βάλεις θα πέσει η στέγη, ή το βάζεις από ήθη κι έθιμα;». Κι εγώ έλεγα: «από ήθη κι έθιμα, δηλαδή έτσι μου το έδειξαν. Έτσι έκανε τα σπίτια ο πατέρας μου κι εκείνος το έμαθε από τον παππού μου και πάει λέγοντας». Ο Σουπ δεν ικανοποιούνταν και πάντα κατέληγε να ανεβαίνει στο κεντρικό δοκάρι πριν στερεωθούν οι υποστυλώσεις και ενώ κουνιόταν σα να καβαλούσε άλογο ρωτούσε: «επομένως αν ανεβώ εδώ, θα πέσει το δοκάρι;» Και, παφ! έτρωγε μια τούμπα. Κι έκανε μόνο ένα «Αχ!» κι εκεί στο έδαφος έβγαζε την πίπα του, την άναβε κι έτσι ξαπλωμένος έβλεπε το ταβάνι, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο σπασμένο δοκάρι στο πάτωμα. Εννοείται πως όλοι γελούσαμε.
Κι επομένως γι’ αυτό εκείνος ρώτησε τον Σουπ γιατί ρωτούσε πάντα αν ήταν από ήθη κι έθιμα ή από επιστημονική μέθοδο. Γιατί δεν έγινε αυτό μια φορά. Κάθε φορά που μετακόμιζε η διοίκηση και αναλάμβανα να διευθύνω την κατασκευή της καινούριας έδρας αυτό συνέβαινε. Ερχόταν ο Σουπ, ρωτούσε, του απαντούσα, δεν ικανοποιούνταν, ανέβαινε στο δοκάρι, έσπαγε και στο πάτωμα.
(σημείωση: σχολιάζοντας μεταξύ μας, καταλήξαμε ότι το κατά προσέγγιση ημερολόγιο της αφήγησης του Τάτσο είναι στους πρώτους μήνες του 1995, όταν ήταν έντονη η κρατική καταδίωξη εναντίον μας και όταν η διοίκηση μετακόμιζε συνεχώς, συνοδεύοντας την κοινότητα Γουαδελούπε Τεπεγιάκ στην εξορία.
Τέλος σημείωσης, συνεχίζει να μιλά ο Τάτσο:)
Αυτά για να καταλάβετε γιατί εκείνος ρωτούσε τον Σουπ. Άλλες φορές τον είχα ρωτήσει εγώ, αλλά δεν απαντούσε ευθέως. Όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί συνέχεια τον καλούσαν από τον ασύρματο εκείνη τη στιγμή ή ερχόταν κάποιος. Ήθελα κι εγώ να μάθω την απάντηση.
Ο Σουπ έβγαζε την πίπα από το στόμα και την έβαζε στην άκρη. Καθόμασταν στο πάτωμα, θα λέγαμε. Έκανε πολλή ζέστη, όπως πάντα πριν από δυνατή βροχή. Εγώ κατάλαβα ότι θα διηγούνταν την απάντηση. Γιατί όταν απαντούσε γρήγορα, ο Σουπ δεν έβγαζε καν την πίπα από το στόμα. Δηλαδή μιλούσε σα να δάγκωνε τις λέξεις και έβγαιναν σα μασημένες και ρέουσες.
Τότε ο Σουπ είπε… ή μάλλον, με ρώτησε:
«Τάτσο, πόσο μεγάλο είναι αυτό το σπίτι;»
«3 επί 4», του απάντησα γρήγορα γιατί δεν ήταν η πρώτη φορά που έχτιζα.
«Κι αν ήταν 6 επί 8 θα είχε περισσότερες υποστηριχτικές τραβέρσες;», με ρώτησε.
«Φυσικά», του απάντησα.
«Κι αν ήταν 12 επί 16;»
Δεν απάντησα γρήγορα, οπότε ο Σουπ συνέχισε:
«Κι αν ήταν 24 επί 32; 48 επί 64; 96 επί 128;»
Τότε, ναι, σας λέω αλήθεια, άρχισα να γελάω.
«Είναι πολύ μεγάλη αυτή η κατασκευή, δεν ξέρω», του είπα.
«Σωστά», είπε εκείνος, «χτίζονται τα σπίτια σύμφωνα με την εμπειρία που αποκτά ή κληρονομεί ο καθένας. Ήθη κι έθιμα, λοιπόν. Όταν πρέπει να χτιστεί μεγαλύτερο σπίτι, ρωτάς ή δοκιμάζεις. Αλλά ας πούμε ότι ποτέ δεν έχει φτιαχτεί σπίτι 192 επί 256…»
Γελούσα ήδη πριν ολοκληρώσει ο Σουπ:
«… χιλιόμετρα.»
«Χμμ… Και ποιος θέλει ένα σπίτι τόσο μεγάλο;», του είπα γελώντας.
Εκείνος άναψε την πίπα και είπε: «Κι ακόμη περισσότερο, αν το κτίριο έχει το μέγεθος του κόσμου;»
«Πω! τότε γάμησέ τα. Θαρρώ πως δεν μπορεί κανείς να φανταστεί ένα κτίριο τόσο μεγάλο, ούτε για ποιο λόγο», του είπα πιο σοβαρός.
«Γίνεται. Οι τέχνες μπορούν να φανταστούν αυτό το κτίριο, και να το βάλουν σε λέξεις, ήχους, εικόνες, μορφές. Οι τέχνες φαντάζονται αυτό που φαίνεται αδύνατο και με τη φαντασία σπέρνουν την αμφισβήτηση, την περιέργεια, την έκπληξη, το θαυμασμό, δηλαδή, το κάνουν δυνατό.
«Α, ωραία», του είπα, «αλλά άλλο πράγμα η φαντασία κι άλλο η πράξη. Νομίζω πως δεν γίνεται να χτιστεί ένα σπίτι τόσο μεγάλο».
«Γίνεται», είπε κι άφησε στην άκρη τη σπασμένη πίπα. «Γιατί οι επιστήμες ξέρουν πώς. Ακόμη κι αν ποτέ δεν έχει γίνει ένα κτίριο στο μέγεθος του κόσμου, οι επιστήμες μπορούν να πουν με βεβαιότητα πώς θα μπορούσε να κατασκευαστεί. Δεν ξέρω πώς λέγεται, αλλά νομίζω πως έχει να κάνει με την ανθεκτικότητα των υλικών, τη γεωμετρία, τα μαθηματικά, τη φυσική, τη γεωγραφία, τη βιολογία, τη χημεία και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Αλλά, ακόμη κι αν δεν υπάρχει προηγούμενη εμπειρία, δηλαδή χωρίς ήθη κι έθιμα, η επιστήμη μπορεί να πει πόσα δοκάρια, υποστυλώματα και τραβέρσες χρειάζονται για να γίνει ένα κτίριο στο μέγεθος του κόσμου. Με την επιστημονική γνώση μπορεί να ειπωθεί πόσο βαθιά πρέπει να είναι τα θεμέλια, πόσο ψηλοί και μακριοί τοίχοι, τι κλίση πρέπει να έχει η στέγη αν είναι δίρριχτη, πού πρέπει να είναι τα παράθυρα ανάλογα με το κρύο και τη ζέστη, πού οι πόρτες και πόσες, από τι υλικό πρέπει να είναι κάθε κομμάτι, πόσα δοκάρια και υποστυλώματα πρέπει να έχει και πού.»
Άραγε σκεφτόταν ο μακαρίτης στην αναίρεση του νόμου της βαρύτητας και όλων των ευθέων γραμμών που συνδέονταν με αυτήν; Φανταζόταν ή ήδη γνώριζε την υπέρβαση του πέμπτου ευκλείδειου αξιώματος; Ο Τάτσο δεν τον ρώτησε. Και, για να πούμε την αλήθεια, ούτε κι εμείς θα τον ρωτούσαμε. Φαίνεται δύσκολο, σ’ εκείνες τις μέρες χωρίς αύριο, με τα στρατιωτικά αεροπλάνα να σείουν ουρανό και γη, να μένει χρόνος για να σκεφτεί κανείς την τέχνη, κι ακόμη λιγότερο την επιστήμη.
Όλοι είχαν σωπάσει, θυμάται ο Τάτσο. Κι εμείς επίσης. Μετά από μια στιγμή σιωπής και καπνού, συνέχισε:
Ο Σουπ ξαναπήρε την πίπα του και είδε απογοητευμένος ότι ο καπνός είχε τελειώσει. Έψαξε τις τσέπες του. Χαμογέλασε κι έβγαλε ένα πλαστικό σακουλάκι με λίγο μαύρο σπάγκο. Άργησε ν’ ανοίξει την πίπα, νομίζω επειδή ο καπνός ήταν υγρός. Έπειτα συνέχισε:
«Αλλά δεν με προβληματίζει το αν οι τέχνες μπορούν να σκεφτούν αυτό το κτίριο, τα χρώματα που θα το ντύσουν, το σχήμα, τους ήχους του, πού η μέρα, πού η νύχτα, πού η βροχή, πού ο άνεμος, πού η γη».
» Ούτε με προβληματίζει το αν η επιστήμη θα λύσει το πώς θα μπορούσε να γίνει στ’ αλήθεια. Σίγουρα μπορεί να το κάνει. Έχει τις γνώσεις… ή θα τις έχει.
» Αυτό που με απασχολεί είναι εκείνο το κτίριο, που είναι ένας κόσμος, να μη γίνει ίδιο με αυτό. Το κτίριο να είναι καλύτερο, μεγαλύτερο. Να είναι τόσο μεγάλο που να χωράνε σ’ αυτό όχι ένας αλλά πολλοί κόσμο, όλοι, αυτοί που ήδη υπάρχουν κι αυτοί που θα γεννηθούν.
» Φυσικά πρέπει να γίνουν συναντήσεις με όσους κάνουν τέχνη και επιστήμη. Δεν θα είναι εύκολο. Αρχικά δεν θα θέλουν, όχι από κακή διάθεση, αλλά από έλλειψη πίστης. Γιατί έχουν πολλά εναντίον μας. Γιατί είμαστε αυτό που είμαστε.
» Όσοι/ες είναι καλλιτέχν(ιδ)ες θεωρούν ότι θα καθορίσουμε το έργο τους ως προς το θέμα, τη μορφή και το χρόνο· ότι στον καλλιτεχνικό τους ορίζοντα πρέπει να υπάρχουν μόνο αρσενικοί και θηλυκές (ποτέ αλλόες) από το παντοδύναμο προλεταριάτο που επιδεικνύει μύες και φωτεινά βλέμματα σε εικόνες, ήχους, χορούς και μορφές· να μην υπαινίσσονται καν την ύπαρξη του άλλου· ότι αν πετύχουν, τραγούδια και διθύραμβοι, κι αν όχι, απόρριψη και φυσική απομόνωση. Δηλαδή ότι θα τους προστάξουμε να μη φαντάζονται.
» Όσοι κάνουν επιστήμη πιστεύουν ότι θα τους ζητήσουμε να σχεδιάσουν μηχανικά, ηλεκτρονικά, χημικά, βιολογικά, διαγαλαξιακά όπλα μαζικής ή ατομικής καταστροφής· ότι θα τους υποχρεώσουμε να φτιάξουν σχολεία για υπερπροικισμένα μυαλά όπου, σίγουρα, θα βρίσκονται οι απόγονοι των κυβερνώντων με μισθό εξασφαλισμένο ήδη πριν τη σύλληψή τους· ότι θα συνεκτιμηθεί η πολιτική ένταξη και όχι η επιστημονική κατάρτιση· ότι αν πετύχουν, τραγούδια και διθύραμβοι· κι αν όχι, απόρριψη και φυσική απομόνωση. Δηλαδή, ότι θα τους προστάξουμε να μην κάνουν επιστήμη.
» Κι επιπλέον, καθώς είμαστε ιθαγενείς, κάποιοι και κάποιες θεωρούν ότι αυτό που κάνουν οι ίδιοι/ιες είναι τέχνη και πολιτισμός ενώ ό,τι κάνουμε εμείς είναι χειροτεχνία και τελετουργία· πως ό,τι κάνουν αυτοί/ές είναι ανάλυση και γνώση, ενώ σ’ εμάς είναι πίστη και δεισιδαιμονία. Αγνοούν ότι εμείς έχουμε ζωγραφίσει πράγματα που, μετά από εκατοντάδες χρόνια, ακόμη αμφισβητούν τα ημερολόγια· ότι όταν στον «πολιτισμό» ακόμη πίστευαν ότι η γη ήταν το κέντρο και ο ομφαλός του σύμπαντος, εμείς ήδη είχαμε ανακαλύψει άστρα και αριθμούς. Πιστεύουν ότι αγαπάμε την άγνοια, ότι η σκέψη μας είναι απλή και κομφορμιστική, ότι προτιμάμε να πιστεύουμε αντί να γνωρίζουμε. Ότι εμείς δεν θέλουμε την πρόοδο αλλά το πισωγύρισμα.
» Δηλαδή, θα λέγαμε, ούτε τους εαυτούς τους βλέπουν ούτε εμάς.
» Επομένως το ζητούμενο είναι να τους πείσουμε να κοιταχτούν όπως τους κοιτάμε εμείς. Να αντιληφθούν ότι για εμάς είναι αυτό που είναι και κάτι ακόμη: ελπίδα.
» Και οι ελπίδες, οι φίλοι και οι εχθροί δεν αγοράζονται, δεν πουλιούνται, δεν καταναγκάζονται, δεν απομονώνονται, δεν σκοτώνονται.
Έμεινε σιωπηλός. Εγώ περίμενα αν εκείνος θα ρωτούσε κάτι ακόμη τον Σουπ, αλλά καθώς δεν είπε τίποτα, τον ρώτησα: «Και τότε τι μας αναλογεί να κάνουμε;» Κι ο Σουπ αναστέναξε κι είπε:
«Σ’ εμάς πέφτει πρώτα να ξέρουμε ότι αυτό το σπίτι είναι πιθανό και απαραίτητο. Κι έπειτα, το ευκολότερο: μας αναλογεί να το φτιάξουμε. Και γι’ αυτό χρειαζόμαστε τη γνώση, την αίσθηση, τη φαντασία, χρειαζόμαστε τις επιστήμες και τις τέχνες. Χρειαζόμαστε άλλες καρδιές.
» Θα έρθει η μέρα που θα συναντηθούμε με όσ@ς κάνουν τις τέχνες και τις επιστήμες. Εκείνη τη μέρα θα τους δώσουμε μια αγκαλιά κι ως καλωσόρισμα θα τ@ς υποδεχτούμε με μια μόνο ερώτηση: “Κι εσύ τι;”
Τότε εγώ ας πούμε πως δεν έμεινα ικανοποιημένος και ρώτησα τον Σουπ: “κι αφότου συναντηθούμε μ’ αυτόν τον κόσμο τι θα κάνουμε;” Κι ο Σουπ χαμογέλασε κι είπε:
«Και τα λοιπά».
-*-
Εδώ τελειώνει η ιστορία ή ο θρύλος που μας διηγήθηκε ο διοικητής Τάτσο εκείνο το χάραμα.
Και μ’ αυτό ερχόμαστε στο ζήτημα ή το ζητούμενο, γιατί θέλουμε να σας προσκαλέσουμε να έρθετε ή με κάποιο τρόπο να δηλώσετε την παρουσία σας στα μέρη που βρισκόμαστε.
Και, θα λέγαμε, έχουμε αυτή την περιέργεια που κουβαλάμε εδώ και πολλά ημερολόγια και σκεφτόμαστε ότι ίσως να δεχτείτε την πρόσκληση και να μας βοηθήσετε να λύσουμε μια απορία:
Τι χρειάζεται για να χτιστεί ένα νέο σπίτι, τόσο μεγάλο που να χωράει όχι έναν αλλά πολλούς κόσμους;
Αυτό μόνο, κι αν όχι, εξαρτάται από σας.
Από τα βουνά του νοτιοανατολικού Μεξικού
Εκ μέρους των παιδιών, των ηλικιωμένων, των γυναικών και των αντρών Ζαπατίστας
Εξεγερμένος Υποδιοικητής Μοϊσές Εξεγερμένος Υποδιοικητής Γκαλεάνο
Μεξικό, Ιούλης-Αύγουστος-Σεπτέμβρης 2016
No hay comentarios todavía.
RSS para comentarios de este artículo.